Δέκα λόγοι γιατί η βιοτεχνολογία δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη τροφική ασφάλεια, να προστατέψει το περιβάλλον και να μειώσει τη φτώχεια στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Miguel A. Altieri, University of California, Berkeley and Peter Rosset, Food First/Institute for Food and Development Policy, Oakland, California
Η μετάφραση ενός κειμένου το πρωτότυπο του οποίου έχει δημοσιευτεί στη σελίδα www.foodfirst.org (Food/ First Institute for Food and DevelopmentPolicy). Τμήματα του αρχικού κειμένου έχουν παραλειφθεί χωρίς όμως αυτό να αλλάζει το όλο νόημά του, στη θέση τους εμφανίζονται παρενθέσεις (...). Το κείμενο που βρίσκεται σε αγκύλες [] είναι προσθήκες για την πληρέστερη κατανόηση ορισμένων θεμάτων. Η έμφαση με έντονα γράμματα ή υπογράμμιση δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο, έχει προστεθεί για να μην γίνεται κουραστική η ανάγνωση.
Οι εταιρίες βιοτεχνολογίας συχνά ισχυρίζονται ότι οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (GMOs) – ιδίως οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι – είναι η απαραίτητη επιστημονική επανάσταση για να θρέψει τον κόσμο, να προστατέψει το περιβάλλον, και να μειώσει τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτή η άποψη στηρίζεται σε δύο κυρίως ισχυρισμούς, τους οποίους εμείς αμφισβητούμε. Ο πρώτος είναι ότι η πείνα οφείλεται στο χάσμα μεταξύ παραγωγής τροφής και πυκνότητας ή του ρυθμού αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού. Ο δεύτερος είναι ότι η γενετική μηχανική είναι ο μοναδικός, αν όχι ο καλύτερος, τρόπος για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και συνεπώς ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες για τροφή. Στόχος μας είναι να προκαλέσουμε την άποψη που θέλει τη βιοτεχνολογία να είναι μια μαγική λύση σε όλα τα προβλήματα της γεωργίας, ξεκαθαρίζοντας όποιες παρανοήσεις σχετικά με αυτή την υπόθεση.
1. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της ύπαρξης πείνας σε ορισμένη χώρα και το μέγεθος του πληθυσμού της. Για κάθε πυκνά κατοικημένη και πεινασμένη χώρα, όπως το Μπαγκλαντές ή η Αϊτή, υπάρχει και η αντίστοιχη αραιοκατοικημένη όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία. Ο κόσμος σήμερα παράγει περισσότερα τρόφιμα ανά κάτοικο από ποτέ άλλοτε.(...) Η πραγματική αιτία της πείνας είναι η φτώχεια, η ανισότητα και η έλλειψη πρόσβασης. Πολλοί άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί για να αγοράσουν τα τρόφιμα που είναι διαθέσιμα (αλλά συχνά και ανεπαρκώς διανεμημένα) ή δεν κατέχουν τη γη και τα μέσα για να τα καλλιεργήσουν οι ίδιοι (Lappe, Collins and Rosset 1998).
2. Οι περισσότερες καινοτομίες στην γεωργική βιοτεχνολογία είναι περισσότερο υποκινούμενες από το κέρδος παρά από τις ανάγκες. Η πραγματική ώθηση για την βιομηχανία της γενετικής μηχανικής δεν είναι η αύξηση της αγροτικής παραγωγής των χωρών του τρίτου κόσμου, αλλά η παραγωγή κέρδους (Busch et al 1990). Αυτό διαφαίνεται αναλογιζόμενοι τις κυρίαρχες τεχνολογίες στην αγορά σήμερα: α) Καλλιέργειες ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα όπως το “Roundup Ready” της Monsanto, προϊόντα (κυρίως σπόροι σόγιας), που είναι ανθεκτικά στο ζιζανιοκτόνο της ίδιας εταιρίας, και β) καλλιέργειες που έχουν τροποποιηθεί ώστε να παράγουν από μόνες τους ζιζανιοκτόνα (Bt) [Το βακτήριο του εδάφους Bacillus thuriegiensis παράγει μια πρωτεΐνη τοξική για τα Λεπιδόπτερα. Τα τροποποιημένα φυτά εκκρίνουν την Bt όταν τα έντομα τρέφονται από το φυτό].
Στην πρώτη περίπτωση, ο στόχος είναι να αυξηθεί το μερίδιο της αγοράς ζιζανιοκτόνων για το αντίστοιχο προϊόν, ενώ στη δεύτερη η αύξηση πωλήσεων των σπόρων με κίνδυνο την απώλεια χρησιμότητας του Bt (φυσικό βακτηριακό εντομοκτόνο που βασίζεται στον Bacillus thuringiensis) στο οποίο στηρίζονται πολύ καλλιεργητές (και κυρίως οι βιοκαλλιεργητές), ως εναλλακτικό για τα χημικά εντομοκτόνα. Αυτές οι τεχνολογίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εταιριών βιοτεχνολογίας ώστε να αυξήσουν την εξάρτηση των αγροτών από τους σπόρους που προστατεύονται με τα λεγόμενα πνευματικά δικαιώματα, τα οποία αντιτίθενται στα πανάρχαια δικαιώματα των αγροτών να αναπαράγουν, να μοιράζουν ή να αποθηκεύουν σπόρους (Hobbelink 1991). [Αυτό συμβαίνει γιατί η εταιρία που παράγει τον τροποποιημένο σπόρο έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα παραγωγής και πώλησής του, ενώ ο εξαρτημένος πλέον γεωργός δεν έχει το δικαίωμα να ξανασπείρει την επόμενη χρονιά, αλλά πρέπει να αγοράσει πάλι νέο σπόρο.]
(...).
3. Η ενοποίηση βιομηχανιών παραγωγής σπόρων και των βιομηχανιών χημικών φαίνεται να αυξάνει τα έξοδα ανά εκτάριο για σπόρους και χημικά, αποδίδοντας σημαντικά λιγότερα κέρδη στους αγρότες. Οι εταιρίες που αναπτύσσουν καλλιέργειες ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα προσπαθούν να μεταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερο το κόστος από την αγορά ζιζανιοκτόνων προς την αγορά σπόρων, μέσω αύξησης του κόστους για το σπόρο και/ή την τεχνολογική επιβάρυνση (...). Πολύ αγρότες προτίθενται να πληρώσουν για την απλοποίηση των νέων συστημάτων διαχείρισης ζιζανίων, αλλά τέτοια πλεονεκτήματα είναι βραχυπρόθεσμα καθώς προκύπτουν οικολογικά προβλήματα. [Αλλά και όσοι δεν προτίθενται να πληρώσουν συχνά υποχρεώνονται να το κάνουν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η περίπτωση της Ταϊλάνδης, όπου το κράτος σε συνεργασία με την Monsanto, το IRRI (International Rice Research Institute) και τοπικούς φορείς επιβάλλουν τον δικό τους τρόπο παραγωγής με ευρεία χρήση αγρο-χημικών προϊόντων. Ο τρόπος που το επιτυγχάνουν δεν είναι παρά η οικονομική ενίσχυση όσων συνεργάζονται. Το IRRI λειτουργεί υπό την Παγκόσμιο Τράπεζα (για περισσότερες πληροφορίες βλ. τις καταγγελίες του TWN, Third World Network)]
4. Πρόσφατες πειραματικές δοκιμές έχουν δείξει ότι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι δεν αυξάνουν τη συγκομιδή της καλλιέργειας. Μια πρόσφατη μελέτη της USDA Economic Research Service [Υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας] εμφανίζει ότι το 1998 η συγκομιδή δεν ήταν σημαντικά διαφορετική στις τροποποιημένες σε σχέση με τις μη τροποποιημένες καλλιέργειες(...).
[Εμφανίζονται πολλά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι τα τροποποιημένα φυτά δεν είναι τόσο θαυματουργά όσο τα εμφάνιζαν οι αρχικές υποσχέσεις, πιθανόν δε να είναι σε ορισμένες περιπτώσει χειρότερα.]
5. Πολλοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η διατροφή με γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα είναι ακίνδυνη. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότιυπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι καθώς οι νέες πρωτεΐνες μπορεί: να δράσουν οι ίδιες ως αλλεργιογόνες ή ως τοξίνες, να τροποποιήσουν τον μεταβολισμό του φυτού ή ζώου που παράγει τα τρόφιμα κάνοντάς το να παράγει αλλεργιογόνα ή τοξίνες, ή να μειωθεί η θρεπτική του ποιότητα ή αξία όπως στην περίπτωση της Roundup σόγιας που περιέχει λιγότερες ισοφλαβόνες (...) οι οποίες πιστεύεται ότι προστατεύουν τις γυναίκες από διάφορους τύπους καρκίνου. Σήμερα πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εισάγουν σόγια από τις Η.Π.Α., την Αργεντινή και τη Βραζιλία, και τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα αρχίζουν να κατακλύζουν τις αγορές χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις τους στην υγεία των καταναλωτών-οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνωρίζουν ότι καταναλώνουν τέτοια προϊόντα. Επειδή τα τρόφιμα που παράγονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς δεν σημαίνονται ως τέτοια, οι καταναλωτές δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν, και εφόσον προκύψουν σημαντικά προβλήματα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί η προέλευσή τους. Έλλειψη σήμανσης επίσης βοηθάει την κάλυψη των εταιριών που πιθανό να ευθύνονται.(Lappe and Bailey, 1998).
6. Τα μεταλλαγμένα φυτά που παράγουν τα ίδια εντομοκτόνο, ακολουθούν την ίδια πορεία με τα άλλα παρασιτοκτόνα, που γρήγορα αποτυγχάνουν εξαιτίας της ανθεκτικότητας των παρασίτων. Αντί για το αποτυχημένο μοντέλο “one pest – one chemical” (ένα παράσιτο – ένα χημικό), η γενετική μηχανική δίνει έμφαση στην προσέγγιση “one pest – one gene”(ένα παράσιτο –ένα γονίδιο) που έχει επανειλημμένα δειχθεί σε εργαστηριακά πειράματα να αποτυγχάνει, καθώς τα παράσιτα γρήγορα προσαρμόζονται και αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στο εντομοκτόνο που παράγει το φυτό (Alstad and Andow 1995). (...) Οι Bt καλλιέργειες παραβαίνουν τη βασική και ευρέως αποδεκτή αρχή της ολοκληρωμένης διαχείρισης παρασίτων (IPM, “intergrated pest management”), σύμφωνα με την οποία η χρήση κυρίως μιας (οποιασδήποτε) πρακτικής καταπολέμησης παρασίτων τείνει να προκαλέσει αλλαγές στα είδη των παρασίτων ή την εξέλιξη ανθεκτικότητας μέσω ενός ή περισσότερων μηχανισμών. (NRC 1996). Μια προφανής αιτία για την υιοθέτηση αυτής της αρχής είναι ότι ελαττώνει την έκθεση των παρασίτων σε παρασιτοκτόνα, επιβραδύνοντας της εξέλιξη της αντίστασης. Ωστόσο όταν το προϊόν ενσωματώνεται στο ίδιο το φυτό η έκθεση του παρασίτου μεταπηδά από ελάχιστη και περιστασιακή σε μαζική και συνεχή έκθεση, η οποία δραματικά αυξάνει την ανθεκτικότητα (Gould 1994). Ως αποτέλεσμα το Bt γρήγορα γίνεται αναποτελεσματικό, τόσο ως χαρακτηριστικό των νέων σπόρων, όσο και με την κλασσική μορφή ψεκάσματος (Pimentel et al 1989)(…).
7. Η παγκόσμια διαμάχη για το μοίρασμα της αγοράς οδηγεί εταιρίες στη μαζική υιοθέτηση μεταλλαγμένων καλλιεργειών σε όλο τον κόσμο χωρίς τον απαραίτητο έλεγχο για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και τα οικοσυστήματα. Στις Η.Π.Α., ο ιδιωτικός τομέας πιέζοντας οδήγησε την κυβέρνηση ώστε να θεσπιστεί ο όρος «καμία σημαντική διαφορά» μεταξύ τροποποιημένων και κανονικών σπόρων, παρεμβάλλοντας έτσι τους κανονικούς ελέγχους από την FDA και την EPA [Environmental Protection Agency]. Εμπιστευτικά κείμενα που δημοσιοποιήθηκαν (...) φανερώνουν ότι οι ίδιο επιστήμονες της FDA δεν συμφωνούν με αυτό τον ορισμό. Ένας λόγος είναι ότι πολλοί επιστήμονες ανησυχούν πως χρήση διαγονιδιακών καλλιεργειών σε μεγάλη κλίμακα ενέχει μια σειρά περιβαλλοντικών κινδύνων που απειλούν τη βιωσιμότητα της γεωργίας. (Goldberg, l992; Paoletti and Pimentel l996; Snow and Moranl997; Rissler and Mellon l996; Kendall et al l997 and Royal Society l998):
α) Τείνουν να δημιουργήσουν ευρείες διεθνείς αγορές για μοναδικά προϊόντα, απλοποιώντας τις διαδικασίες καλλιέργειας και σχηματίζοντας γενετική ομοιομορφία στις αγροτικές εκτάσεις. Η ιστορία έχει δείξει ότι μια τεράστια έκταση φυτεμένη με μια μοναδική ποικιλία είναι πολύ ευαίσθητη σε νέα στελέχη παθογόνων ή παρασίτων. Επίσης, η ευρεία χρήση ομογενών διαγονιδιακών ποικιλιών αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε «γενετική διάβρωση» των τοπικών ποικιλιών που χρησιμοποιούνται από εκατοντάδες αγρότες στις αναπτυσσόμενες χώρες και αντικαθίστανται από τους νέους σπόρους (Robbinson 1996).
β) Η χρήση καλλιεργειών ανθεκτικές στα ζιζάνια υπονομεύει τις δυνατότητες διαφοροποίησης των καλλιεργειών, έτσι μειώνει την βιοποικιλότητα των καλλιεργούμενων φυτών στο χρόνο και στο χώρο (Altieri 1994).
γ) Η πιθανή μεταφορά γονιδίων από ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα φυτά σε άγρια συγγενικά φυτά μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό υπερπαρασίτων(Lutman 1999).
δ) Υπάρχει η πιθανότητα, ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα ποικιλίες να γίνουν σοβαρά ζιζάνια σε άλλες καλλιέργειες (Duke 1996, Holt and Le baron 1990).
ε) Μαζική χρήση Bt καλλιεργειών επηρεάζει οργανισμούς μη-στόχους και οικολογικές διαδικασίες. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η τοξίνη Bt μπορεί να επηρεάσει χρήσιμους θηρευτές εντόμων που τρέφονται με έντομα που βρίσκονται σε Bt καλλιέργειες (Hilbeck 1998), και η αερομεταφερόμενη γύρη από Bt καλλιέργειες που βρέθηκε σε περιβάλλουσα φυσική βλάστηση μπορεί να σκοτώσει έντομα μη-στόχους όπως η πεταλούδα μονάρχης (Losey et al 1999).
Επίσης, η τοξίνη Bt που βρίσκεται στο φύλλωμα των φυτών, κατά τη συγκομιδή πέφτει και προσκολλάται σε κολλοειδή του εδάφους μέχρι και για 3 μήνες, επηρεάζοντας αρνητικά τους πληθυσμούς ασπόνδυλων του εδάφους που διασπούν οργανικό υλικό και παίζουν άλλους οικολογικούς ρόλους (Donnegan et al 1995 and Palm et al 1996).
στ) Υπάρχει η πιθανότητα ανασυνδυασμού, ιδίως στα διαγονιδιακά φυτά που τροποποιήθηκαν με ιικά γονίδια για ανθεκτικότητα στους ιούς, ώστε να προκύψουν νέα παθογόνα στελέχη ιών. Σε φυτά που περιέχουν πρωτεΐνες περιβλήματος, υπάρχει η πιθανότητα τέτοια γονίδια να ενσωματωθούν σε μη συγγενικούς ιούς και να μολύνουν το φυτό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ξένο γονίδιο αλλάζει τη δομή του ιικού περιβλήματος και μπορεί να αποκτήσει ιδιότητες όπως διαφορετικός τρόπος διάδοσης από φυτό σε φυτό. Ο δεύτερος πιθανός κίνδυνος είναι ότι ανασυνδιασμός μεταξύ RNA ιού και του ιικού RNA του μεταλλαγμένου φυτού μπορεί να παράγει ένα νέο παθογόνο που θα οδηγούσε σε πιο έντονα προβλήματα ασθενειών. Ορισμένοι ερευνητές έχουν δείξει ότι ανασυνδιασμός προκύπτει στα διαγονιδιακά φυτά και ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες παράγει νέα ιικά στελέχη με τροποποιημένο εύρος ξενιστών (Steinbercher 1996).
Η οικολογική θεωρία προβλέπει ότι μεγάλης έκτασης ομογενοποίηση με διαγονιδιακές καλλιέργειες θα εντείνουν τα οικολογικά προβλήματα που ήδη σχετίζονται με μονοκαλλιέργειες.(...). Η αγροτική βιοποικιλότητα δίνει ενναλακτικές σε πολλές από αυτές τις αναπτυσσόμενες χώρες και δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται ή να μειώνεται από τις εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες, ιδίως όταν οι επιπτώσεις αυτών είναι τα σοβαρά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα (Altieri 1996).
Αν και το θέμα των περιβαλλοντικών κινδύνων έχει συζητηθεί εν μέρει σε κυβερνητικούς, διεθνείς και επιστημονικούς κύκλους, οι συζητήσεις έχουν συχνά ακολουθήσει στενές αντιλήψεις που υποβαθμίζουν την σοβαρότητα των κινδύνων (Kendall et al. 1997, Royal Society 1998). Στην πραγματικότητα οι μέθοδοι υπολογισμού κινδύνων διαγονιδιακών φυτών δεν είναι καλά ανεπτυγμένες (Kjellsson and Simmsen 1994) και υπάρχει η δικαιολογημένη ανησυχία ότι τα τεστ ασφάλειας λίγα φανερώνουν για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την παραγωγή σε εμπορική κλίμακα διαγονιδιακών οργανισμών. Μια βασική ανησυχία είναι ότι διεθνείς πιέσεις για την εξασφάλιση αγορών και κερδών έχει ως αποτέλεσμα τις εταιρίες να ελευθερώνουν τους διαγονιδιακούς οργανισμούς πολύ γρήγορα, χωρίς τον απαραίτητο συνυπολογισμό των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων σε ανθρώπους και οικοσύστημα
8. Υπάρχουν πολλά αναπάντητα οικολογικά ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις των μεταλλαγμένων καλλιεργειών (...) Δυστυχώς, η χρηματοδότηση για έρευνα σε υπολογισμούς περιβαλλοντικών κινδύνων είναι πολύ περιορισμένη. Για παράδειγμα η USDA ξοδεύει μόνο το 1% των χρηματοδοτήσεων που σχετίζονται με τη βιοτεχνολογία στον υπολογισμό των κινδύνων (...). Όπως με την περίπτωση των παρασιτοκτόνων απαγορευμένων στις χώρες του παγκόσμιου Βορά τα οποία ωστόσο χρησιμοποιούνται στον Νότο, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι εταιρίες βιοτεχνολογίας θα υπολογίσουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία που συνδέονται με τη μαζική χρήση καλλιεργειών τροποποιημένων φυτών στο Νότο.
9. Ο ιδιωτικός τομέας επικρατεί όλο και περισσότερο στις νέες ανακαλύψεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας, (...). Υπάρχει μια επιτακτική ανάγκη αμφισβήτησης του συστήματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, ενδογενή στον ΔΟΕ, ο οποίος προωθεί τις πολυεθνικές εταιρίες με το δικαίωμα να κατοχυρώνουν με πατέντα γενετικές ποικιλίες, αλλά και επιταχύνει το ρυθμό με τον οποίο η αγορά επιβάλει τις μονοκαλλιέργειες (...).
10. Αν και μπορεί να υπάρχουν ορισμένες χρήσιμες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας (...), λόγω του ότι τα επιθυμητά χαρακτηριστικά είναι πολυγονιδιακά καθώς και της δυσκολίας διαχείρισης αυτών των καινοτομιώνθα απαιτήθουν τουλάχιστον 10 χρόνια για να είναι έτοιμες για εφαρμογή στο πεδίο.(...) Πολλά από τα απαραίτητα τρόφιμα μπορούν να παραχθούν από μικρά χωράφια διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο τα οποία χρησιμοποιούν αγρο-οικολογικές τεχνολογίες (Uphoff and Altieri 1999). Οι νέες αγροτικές αναπτυξιακές προσεγγίσεις και φθηνές τεχνολογίες που έχουν διαδοθεί από αγρότες και μη-κυβερνητικές οργανώσεις ανά τον κόσμο έχουν ήδη πραγματοποιήσει σημαντική προσφορά στην εξασφάλιση τροφίμων σε επίπεδο νοικοκυριού, έθνους και ευρύτερης περιοχής στην Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική (Pretty 1995).(…)
Μετάφραση: οrder81.blogspot.com