του Παναγιώτη Παπαδόπουλου
(Γεωπόνος MSc , Γ.Π.Α. -
Σύμβουλος Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων και Επιχειρήσεων Τροφίμων)
Έχω ασχοληθεί με το αντικείμενο για πάνω από 15 χρόνια και
έχω εργαστεί από το 2000, ως επικεφαλής επιθεωρητής και στέλεχος οργανισμών
ελέγχου και πιστοποίησης (ΔΗΩ, QWays), αλλά και ως εκπαιδευτής και
τεχνικός σύμβουλος σε αγροτικές επιχειρήσεις.
Είμαι εισηγητής από το 2003 σε εκπαιδευτικά σεμινάρια για
αγρότες, γεωπόνους και ανέργους (διαπιστευμένος εκπαιδευτής ενηλίκων από το
ΕΚΕΠΙΣ/ Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) με περισσότερες από 1500 ώρες διδασκαλίας. Συμμετείχα
στην συγγραφική ομάδα των βιβλίων «Βιολογική Καλλιέργεια Ελιάς» (Εκδόσεις
Σταμούλη, 2010) , «Τεχνικές Καλλιέργειας με παραδοσιακές και βιολογικές
μεθόδους-από την θεωρία στην πρακτική εφαρμογή» (ΚΕΘΕΑ, 2013) και του εκπαιδευτικού
υλικού «Βιολογικά Προϊόντα – Παραγωγή – Πιστοποίηση – Διάθεση» για τα Κέντρα
δια βίου μάθησης (ΕΑΠ -Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, 2014).
Η υποστήριξη και συμμετοχή σε έργα σχετικά με την παραγωγή
και μεταποίηση ποιοτικών αγροτικών προϊόντων έγινε πλέον ο νέος μου στόχος.
Είμαι βέβαιος πως σ’ ένα μεταβαλλόμενο γεωργικό τοπίο, γεμάτο ενδιαφέροντες
ανθρώπους και σοβαρές προκλήσεις, το Αληθινό Αγρόκτημα (http://realfarm.gr),
στο οποίο είμαι ιδρυτικό μέλος, θα αποτελέσει το ορμητήριο για πολλές εύστοχες
προσπάθειες...
Εισαγωγή : Λαχανικά
και Βιολογική γεωργία
Τα τελευταία χρόνια,
όλοι μας συνειδητοποιήσαμε την αναγκαιότητα, η Ελληνική οικονομία να στραφεί
και πάλι στην πρωτογενή της παραγωγή. Ο αγροτικός τομέας, αν και συνεχώς συρρικνώνεται
τις τελευταίες δεκαετίες (ως ποσοστό του Α.Ε.Π.), μπορεί να αποτελέσει ένα από
τα εργαλεία για την κάλυψη των αγροτοδιατροφικών αναγκών της χώρας (στόχος
αυτάρκειας) και φυσικά της ενίσχυσης της εξωστρέφειας της εθνικής οικονομίας
στον τομέα αυτό. Ένας αγροτικός τομέας μπορεί να είναι βιώσιμος όταν με
δεδομένους διαθέσιμους πόρους, καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες της χώρας με
υψηλής ποιότητας προϊόντα, στηρίζει το εμπορικό ισοζύγιο, εξασφαλίζει
ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς και διασφαλίζει την αειφόρο ανάπτυξή
του.
Η ποιότητα των
ελληνικών αγροτικών προϊόντων, σε πολλές περιπτώσεις είναι ανώτερη των ομοειδών
αγροτικών προϊόντων που παράγονται τόσο στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
όσο και σε τρίτες χώρες. Η ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων έχει
μετρήσιμα χαρακτηριστικά και οφείλεται σε συγκεκριμένους παράγοντες που έχουν
κυρίως αναφορά στο γενετικό υλικό, το
κλίμα και το έδαφος, αλλά και στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Ο τομέας των λαχανικών (υπαίθριες και θερμοκηπιακές
καλλιέργειες), όπως και αυτός των
φρούτων, αποτελούν ίσως τον δυναμικότερο
κλάδο για την ελληνική γεωργία, από άποψη όγκου παραγωγής, εμπορίας,
απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού, εισαγόμενου συναλλάγματος και κάλυψης
σχεδόν του συνόλου των εγχώριων αναγκών σε αντίστοιχα προϊόντα. Το ακαθάριστο εισόδημα από την καλλιέργεια
τους είναι από τα υψηλότερα στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Τα τελευταία χρόνια
η παγκόσμια παραγωγή λαχανοκομικών ειδών έχει αυξηθεί στο ίδιο σχεδόν ποσοστό
με την αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη. Αυτή η τάση αναμένεται να
συνεχιστεί και στο μέλλον. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO το 2013 σε όλο τον
κόσμο καλλιεργούνταν 58.234.032 εκτάρια.
Οι ευνοϊκές κλιματικές
συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα συγκριτικά
πλεονεκτήματα της ελληνικής παραγωγής έναντι των ανταγωνιστών μας από τις
βόρειες χώρες, και πολλές οικονομικές
μελέτες διαπιστώνουν περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης, ειδικότερα στη θερμοκηπιακή
καλλιέργεια κηπευτικών προϊόντων. Ο
κλάδος παρουσιάζει δυναμική και εξωστρέφεια και η ζήτηση για ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα είναι δεδομένη. Οπότε υπάρχουν περιθώρια
για ανάπτυξη τοπικών ιδιαίτερων
και προϊόντων Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. ( πρόσφατο παράδειγμα η αναγνώριση για το Τοματάκι
Σαντορίνης).
Τα νωπά οπωροκηπευτικά
αποτελούν βασικό είδος διατροφής και δεν έχουν υποκατάστατα. Επίσης έχουν πολύ
σημαντική διατροφική αξία και αποτελούν τμήμα της Ελληνικής και της Μεσογειακής
Διατροφής . Είναι γνωστό ότι η διατροφή
πλούσια σε λαχανικά μειώνει τον κίνδυνο
για προσβολή τόσο από καρκίνο όσο και από καρδιακές παθήσεις.
Τα
λαχανικά αποτελούν τα αγροτικά εκείνα προϊόντα, που προκαλούν την μεγαλύτερη
ανησυχία στους καταναλωτές σχετικά με την ασφάλεια και την ποιότητα τους. Ιδιαίτερος προβληματισμός υπάρχει και λόγω
της ύπαρξης υπολειμμάτων στα προϊόντα που φτάνουν στον καταναλωτή (κάποιες
φορές και πάνω από τα επιτρεπτά όρια – MRLs). Έτσι τα τελευταία χρόνια πολλοί είναι οι
καταναλωτές που στράφηκαν στα λαχανικά βιολογικής γεωργίας, αναζητώντας την
ποιότητα και την ασφάλεια. Η βιολογική παραγωγή κηπευτικών είναι ένας
δυναμικός, αλλά και ευαίσθητος κλάδος, που η ανάπτυξη του έχει πολύ μεγάλο
ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Τα βιολογικά προϊόντα μπορούν από την μια ικανοποιούν την αναζήτηση του καταναλωτή για
αυθεντικά, υψηλής ποιότητας και ασφαλή τρόφιμα και από την άλλη προσφέρουν μια
προστιθέμενη αξία στον παραγωγό – βιοκαλλιεργητή.
Η ύπαρξη
ενός κοινού Ευρωπαϊκού νομοθετικού
πλαισίου (καν. ΕΚ 834/07 και 889/08) , εγγυάται συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού
μεταξύ των παραγωγών βιολογικών
προϊόντων. Εμποδίζει την ανωνυμία στην αγορά, εξασφαλίζοντας παράλληλα
τη διαφάνεια σε κάθε στάδιο της παραγωγής και της κατεργασίας τους , μέσω των
προβλεπόμενων ελέγχων και οδηγεί σε μεγαλύτερη αξιοπιστία αυτών των προϊόντων
ενώπιον των καταναλωτών.
Μετάβαση
από την συμβατική στην βιολογική γεωργία
Για την έναρξη της βιολογικής καλλιέργειας
λαχανικών, δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο μόνο η πρόθεση του παραγωγού. Η
διαδικασία μετάβασης ενδέχεται να είναι ζημιογόνος εάν δεν καταρτιστεί ένα ορθό
σχέδιο μετάβασης και αν δεν εξεταστούν
πρώτα κάποιοι παράμετροι. Το σχέδιο αυτό θα περιλαμβάνει όλα τα
προληπτικά και διορθωτικά μέτρα ώστε το χωράφι να αποκτήσει ένα γόνιμο, ζωντανό
έδαφος και να αποκατασταθεί σταδιακά η οικολογική ισορροπία στο οικοσύστημα που
το περιβάλλει.
Η έννοια της μετάβασης δεν σχετίζεται μόνο με την παρουσία
υπολειμμάτων χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στο έδαφος και στους φυτικούς
ιστούς, αλλά κυρίως με την ανάγκη προσαρμογής της εκμετάλλευσης στις νέες
συνθήκες παραγωγής. Για τον καταρτισμό του σχεδίου μετάβασης θα πρέπει να
μελετηθούν, καταγραφούν και αξιολογηθούν τα παρακάτω στοιχεία:
- Κατάλληλο
πρόγραμμα αμειψισποράς, ευνοϊκές συγκαλλιέργειες, αγρανάπαυση.
- Τύπος,
ποσότητες και εποχή εφαρμογής υλικών θρέψης-λίπανσης και φυτοπροστασίας τα
τελευταία 5 έτη
- Είδος
και πληθυσμός αυτοφυούς βλάστησης,
- διεύθυνση
και ένταση συνήθως επικρατούντων ανέμων, επίπεδα ατμοσφαιρικής υγρασίας,
- Αποστάσεις
φύτευσης των φυτών και δυνατότητες επαρκούς αερισμού και έκθεσης του
φυλλώματος και καρπών στην ηλιακή ακτινοβολία,
- Καταγραφή
ετήσιας βροχόπτωσης και κατανομής της ανά μήνα, μέσες μηνιαίες και ετήσιες ανώτερες και
κατώτερες θερμοκρασίες, εμφάνιση παγετού την άνοιξη (στοιχεία από μετωρολογικούς
σταθμούς-ερευνητικά ιδρύματα),
- Φυσικοχημικά
χαρακτηριστικά του εδάφους, επίπεδα οργανικής ουσίας, αλατότητα, αντίδραση
pH,
κλίση, γονιμότητά του επίπεδα θρεπτικών στοιχείων στο εδαφικό διάλυμα και
στους φυτικούς ιστούς (έπειτα από ανάλυση εδάφους και φυλλοδιαγνωστική),
- Υφιστάμενος
μηχανολογικός εξοπλισμός και σύστημα άρδευσης,
- Παρουσία
ενδημικών εχθρών και ασθενειών στην ευρύτερη περιοχή (Φυτοπροστασία),
- Απόσταση
από πιθανές αγορές και πιθανές διέξοδοι των τελικών προϊόντων.
Με βάση τα παραπάνω λαμβάνεται η απόφαση, εάν ένα
συγκεκριμένο αγροτεμάχιο είναι σκόπιμο να βιοκαλλιεργηθεί και ποια μέτρα πρέπει
να λάβει ο παραγωγός ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο ο χρόνος μετάβασης.
Μετατροπή μιας μονάδας παραγωγής σε βιολογική με βάση τον Ευρωπαϊκό κανονισμό 834/07, είναι η
μετάβαση της από μη βιολογική σε βιολογική γεωργία, εντός ορισμένης
χρονικής περιόδου, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις περί
βιολογικής παραγωγής. Η περίοδος μετατροπής αρχίζει το νωρίτερο, όταν
η επιχείρηση κοινοποιήσει τη δραστηριότητά της στην αρμόδια αρχή και υποβάλει
την εκμετάλλευσή της στο σύστημα ελέγχου.
Σχετικά με την Περίοδο Μετατροπής για τις ετήσιες
καλλιέργειες, όπως τα λαχανικά, ως προϊόν Βιολογικής Γεωργίας μπορεί να
επισημανθεί το προϊόν που θα παραχθεί μετά την εφαρμογή των κανόνων που
προβλέπει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για μια χρονική περίοδο τουλάχιστον δύο ετών πριν
την σπορά (η οποία ξεκινάει από την ημερομηνία ένταξης σε έναν εγκεκριμένο
Οργανισμό Ελέγχου και Πιστοποίησης, Ο.E.&Π.).
Προετοιμάζοντας μια βιολογική καλλιέργεια
λαχανικών
Εγκατάσταση της καλλιέργειας
Τα βασικά στοιχεία του
βιολογικού συστήματος διαχείρισης της παραγωγής λαχανικών είναι η διαχείριση
της γονιμότητας του εδάφους, η επιλογή ειδών και ποικιλιών, η πολυετής
αμειψισπορά, η ανακύκλωση οργανικών υλών και οι καλλιεργητικές τεχνικές.
Πρόσθετα λιπάσματα, βελτιωτικά εδάφους και φυτοπροστατευτικά προϊόντα θα πρέπει
να χρησιμοποιούνται μόνον εάν συμβιβάζονται με τους στόχους και τις αρχές της
βιολογικής παραγωγής.
Επιλογή
τοποθεσίας
Η
σωστή επιλογή τοποθεσίας για την εγκατάσταση ενός βιολογικά καλλιεργούμενου
λαχανόκηπου είναι ένα από τα πιο σημαντικά σημεία. Θα πρέπει να εφαρμόζονται
σχολαστικά όλοι οι γενικοί κανόνες σποράς και φύτευσης ή μεταφύτευσης
(σχεδιασμός σποράς, φύτευσης, επιλογή κατάλληλων ποικιλιών, παραγωγή και
προετοιμασία φυταρίων ή έγκαιρη παραγγελία φυτών για μεταφύτευση, εδαφολογικές
αναλύσεις, προετοιμασία του εδάφους, βασική λίπανση, εγκατάσταση
συστήματος άρδευσης, κ.α.).
Θα
πρέπει να εξεταστεί το μικροκλίμα
του αγροτεμαχίου, με ιδιαίτερη προσοχή στην υγρασία της περιοχής η οποία είναι
και ο βασικός παράγοντας εμφάνισης
μυκητολογικών ασθενειών.
Επίσης θα πρέπει να δίνεται προσοχή από την αρχή στις επεμβάσεις που πιθανά
δέχονται γειτονικές συμβατικές καλλιέργειες και να λαμβάνονται μέτρα αποφυγής
των επιμολύνσεων.
Για παράδειγμα η δημιουργία ενός κατάλληλου φυτοφράκτη (με δένδρα ή θάμνους ή ακόμα ξερολιθιές κ.λ.π) μπορεί να
προφυλάξει τα βιολογικά λαχανικά από πιθανή γειτονική επιμόλυνση και από παγετούς
(προσοχή στις συνθήκες υγρασίας).
Πολλαπλασιαστικό
Υλικό
Σύμφωνα με τους
Ευρωπαϊκούς κανονισμούς ΕΚ 834/07 & 889/98, για την παραγωγή βιολογικών
λαχανικών , πρέπει να χρησιμοποιούνται σπόροι και αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό
που έχει παραχθεί με βιολογική μέθοδο.
Προσοχή: Παρέκκλιση του κανονισμού
και χρήση μη βιολογικού σπόρου, μπορεί
να γίνει μόνο μετά από άδεια από την αρμόδια αρχή και εφόσον ο παραγωγός
αδυνατεί, μπορεί να προμηθευτεί από την αγορά βιολογικό σπόρο (δεν είναι
καταχωρημένος στην ειδική βάση δεδομένων για βιολογικούς σπόρους του Υ.Α.Α&
Τ). Η άδεια χορηγείται πριν από την σπορά και αφορά σε μια καλλιεργητική
περίοδο
.Ακόμα και οι παραγωγοί που θέλουν να χρησιμοποιήσουν σπόρο δικής τους
παραγωγής (ιδιοπαραγόμενο) οφείλουν να υποβάλλουν αίτηση για άδεια χρήσης μη
βιολογικών σπόρων σποράς.
Μια
άλλη παράμετρος στο θέμα των σπόρων είναι η προελευσή τους, καθώς σήμερα στο
μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργούμενων λαχανικών, γίνεται χρήση σπόρου υβριδίων
που παράγονται στο εξωτερικό. Αντιθέτως, ντόπιες (παραδοσιακές) ποικιλίες που
είχαν καλύτερη προσαρμοστικότητα, αλλά μικρές αποδόσεις, έχουν σχεδόν εκλείψει
από την αγορά. Τα υβρίδια επιτρέπονται
στην βιολογική γεωργία και πολλές φορές η επιλογή τους αποτελεί λύση στην
αντιμετώπιση κάποιων ιδιαίτερων προβλημάτων της καλλιέργειας (πχ αντοχή σε
παθογόνα) και επιπλέον δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις, απαιτώντας όμως και
μεγαλύτερες εισροές σε λιπάσματα και φυτοπροστατευτικές ουσίες. Τέλος είναι
τέτοιο το μοντέλο ανάπτυξης της αγοράς των κηπευτικών που επιβάλλει
ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών των παραγομένων προϊόντων και ανθεκτικότητα
για μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στα
ποιοτικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Παραγωγή
σπορόφυτων
Οι
βιοκαλλιεργητές οφείλουν να χρησιμοποιούν μόνο σπορόφυτα που έχουν παραχθεί σύμφωνα με τη βιολογική μέθοδο
παραγωγής.
Η
παραγωγή σπορόφυτων κηπευτικών σε υπαίθρια ή θερμά σπορεία μπορεί να γίνει από τον βιοκαλλιεργητή ή
εναλλακτικά θα πρέπει να φροντίσει ώστε να προμηθεύεται έγκαιρα πιστοποιημένα
βιολογικά φυτάρια, από μονάδα (φυτώριο) που είναι επίσης ενταγμένη στο σύστημα
ελέγχου και πιστοποίησης και διαθέτει τα απαραίτητα πιστοποιητικά για το
πολλαπλασιαστικό υλικό.
Αμειψισπορά – Συγκαλλιέργεια
Αμειψισπορά είναι η εναλλαγή καλλιεργούμενων ειδών στο
ίδιο χωράφι και αποτελεί το σημαντικότερο φυτοτεχνικό μέτρο στην βιολογική
γεωργία (ιδιαίτερα για την εγκατάσταση μιας καλλιέργειας κηπευτικών) αν και
συχνά παραβλέπεται. Η αλλαγή του φυτού
που καλλιεργείται κάθε χρόνο στο ίδιο χωράφι γίνεται με κριτήριο ότι το φυτό
που ακολουθεί, δεν ανήκει στην ίδια οικογένεια ή και γενικά δεν έχει ίδιες
απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία ούτε κοινούς εχθρούς και ασθένειες. Στόχοι της
αμειψισποράς είναι:
-
Διατήρηση της ισορροπίας των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους
-
Ο έλεγχος εχθρών και ασθενειών του εδάφους, καθώς με την αλλαγή του φυτού–
ξενιστή προκαλείται στέρηση τροφής από τα παράσιτα εχθρούς και κατ’ αυτό τον
τρόπο «σπάσιμο» του κύκλου της αναπαραγωγής και της επέκτασής τους.
Μια
καλά σχεδιασμένη αμειψισπορά επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό την επιτυχία μιας
καλλιέργειας κηπευτικών σε σχέση με την κατεργασία του εδάφους, τη λίπανση και
τη φυτοπροστασία.
Σχέδιο
Αμειψισποράς
Για
να καταστρώσει ο παραγωγός ένα σωστό πλάνο αμειψισποράς, αν δεν έχει εμπειρία
καλό θα ήταν να συνεργαστεί με κάποιον ειδικό γεωπόνο- σύμβουλο βιολογικής
γεωργίας. Μερικοί γενικοί κανόνες στον σχεδιασμό του πλάνου είναι:
Τα
είδη που θα καλλιεργηθούν χωρίζονται σε
ομάδες, σύμφωνα με την βοτανική τους οικογένεια και ως προς τις απαιτήσεις τους
σε θρεπτικά στοιχεία:
α) απαιτητικά, που καταναλώνουν
πολλά θρεπτικά στοιχεία και εξαντλούν το έδαφος, όπως τα σταυρανθή και σολανώδη
(πχ. πατάτα),
β) λαχανικά λίγο απαιτητικά, όπως
τα σύνθετα (μαρούλι, σαλάτες), το καρότο και το κρεμμύδι.
γ) βελτιωτικά του εδάφους, όπως
φασόλι, μπιζέλι και τριφύλλια για χλωρή λίπανση.
-
Καταγράφονται και συμπληρώνονται εμπειρικά με τον χρόνο οι ευνοϊκές ή μη,
διαδοχικές καλλιέργειες (πχ. τα ψυχανθή αλλά και τα μαρούλια και κρεμμύδια
γενικά αποτελούν καλό προηγούμενο). Η οργανική λίπανση βοηθάει, αλλά δεν
αναπληρώνει πάντα τη ζημιά από μια μη ευνοϊκή προηγούμενη καλλιέργεια (Τα καρότα
και τα λάχανα είναι φυτά μάλλον μη ευνοϊκά για επόμενη καλλιέργεια).
Διαχωρίζονται
τα φυτά που καλλιεργούνται : (α) για το φύλλωμα (μαρούλια , λάχανα ), (β)
για τους καρπούς τους , (γ) για τον υπόγειο βλαστό, κόνδυλο (πατάτα κλπ) και
επιδιώκεται η εναλλαγή των διαφόρων κατηγοριών.
Καθοριστικός
στην πράξη παράγοντας είναι η διαθέσιμη
έκταση και η ανάγκη για παραγωγή για κάθε είδος. Κατανέμονται τα φυτά,
σε αυτά που θα απαιτήσουν πολλή έκταση (πχ πατάτα), μέση έκταση (πχ λάχανο),
λίγη έκταση (πχ μαρούλι, καρότο, κρεμμύδι, σκόρδο, ραπανάκια) και τοποθετούνται
σε κατάλληλες διαδοχές. Το αγρόκτημα μοιράζεται σε τόσα τεμάχια, όσα τα έτη που
περιλαμβάνει ο κύκλος της αμειψισποράς. Το είδος με το μεγαλύτερο οικονομικό
ενδιαφέρον υπεισέρχεται περισσότερες φορές στον κύκλο.
Θα πρέπει να
φροντίσουμε να εναλλάσσονται φυτά διαφορετικών οικογενειών (παρεμπόδιση
διάδοσης εδαφικών παράσιτων και ασθενειών), βαθύριζα φυτά και φυτά με ρηχό
ριζικό σύστημα (καλύτερη εκμετάλλευση θρεπτικών στοιχείων), φυτά με μεγάλες
απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία (π.χ. πατάτα) και φυτά με μικρές
απαιτήσεις και καλλιέργειες με φύλλωμα.
Στην λαχανοκομία
συστήνεται να συνδυάζεται η
συγκαλλιέργεια με την αμειψισπορά. Με τον όρο συγκαλλιέργεια εννοούμε την
ταυτόχρονη καλλιέργεια δύο ή περισσότερων διαφορετικών φυτών. Η καλλιέργεια
μπορεί να γίνεται σε λωρίδες με διαφορετικές καλλιέργειες δίπλα-δίπλα (πχ.
μαρούλι , κρεμμύδι) ή με διαφορετικά είδη εντός της γραμμής φύτευσης (μπρόκολο,
σκόρδο). Αυτές οι καλλιέργειες θα πρέπει να έχουν ευνοϊκές ή ουδέτερες
επιδράσεις η μία στην άλλη. Είναι συνήθως φυτά με διαφορετικό ριζικό σύστημα
και με διαφορετικές απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία. Ακόμη θα πρέπει να
προβλέπεται αμειψισπορά, που θα
επιτρέπει την ίδια καλλιέργεια στο ίδιο αγροτεμάχιο, μετά από τέσσερα χρόνια.
Όμως για πρακτικούς λόγους (καλλιεργητικές φροντίδες, συγκομιδή κλπ) , είναι
πιο εύκολη η καλλιέργεια σε ολόκληρα τμήματα του χωραφιού.
Για
τα θέματα θρέψης , φυτοπροστασίας και αντιμετώπισης των άγριων χόρτων στην
βιολογική γεωργία, θα αναφερθούμε αναλυτικά σε επόμενο άρθρο …
Το παραπάνω κείμενο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biomag, τεύχος 1.
Το παραπάνω κείμενο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biomag, τεύχος 1.