Η Βιολογική Γεωργία είναι «εδαφοκεντρική».
Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει να κάνει με το γεγονός ότι το καλλιεργούμενο έδαφος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στον οποίο θεμελιώνονται η Γεωργία και η Κτηνοτροφία. Συνεπώς η αειφορική του χρήση είναι υποχρέωση του κάθε καλλιεργητή. Αντίθετα προς την «εδαφοκεκτρική» Βιολογική Γεωργία, η Χημική Γεωργία είναι «φυτοκεντρική». Αυτό σημαίνει πως για αυτήν, σχεδόν αποκλειστική σημασία έχει το καλλιεργούμενο φυτικό είδος το οποίο για οικονομικούς και μόνο λόγους μπορεί να καλλιεργείται μονόπλευρα επί σειρά ετών. Σε τέτοιες «δυναμικές» όπως λέγονται καλλιέργειες, προσαρμόζονται τα πάντα, σπόροι, μηχανήματα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ.
Επιβεβαιωμένο αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας είναι ότι το έδαφος εκποιείται δραστικά, φτάνοντας μάλιστα σε ακραίες περιπτώσεις σε σημείο, να είναι απαραίτητο απλώς και μόνο για να …συγκρατεί το φυτό.
Στη Βιολογική Γεωργία η «θρέψη», με την έννοια του «δίνω λίπασμα στο φυτό για να αποδώσει όσο γίνεται περισσότερο», δεν υπάρχει.
Στην Βιολογική Γεωργία «θρέψη» σημαίνει «γονιμοποιώ, εμπλουτίζω και ζωντανεύω το έδαφος» στο οποίο καλλιεργείται το συγκεκριμένο φυτό, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να αντλεί τα θρεπτικά συστατικά που του είναι απαραίτητα .
Η «γονιμοποίηση και το ζωντάνεμα» είναι μακροπρόθεσμη και επίμονη διαδικασία, παρόμοια με την συντήρηση της προσωπικής υγείας του ίδιου του γεωργού και κάθε ανθρώπου, η οποία μεταξύ πολλών άλλων απαιτεί ποικίλη και ισόρροπη διατροφή .
Ενώ στη Χημική Γεωργία η αγορά επιβάλλει ώστε το ίδιο είδος να καλλιεργείται ακόμη και επί δεκαετίες, στη Βιολογική Γεωργία η ποικιλότητα και η συμπληρωματική αλληλουχία διαφορετικών φυτικών ειδών στον ίδιο αγρό, έχει θεραπευτικές για το έδαφος ιδιότητες, και ως εκ τούτου είναι βασική αρχή.
….Αυτός ο προγραμματισμός καλλιεργειών μας είναι γνωστός ως «αμειψισπορά». Όταν η «αμειψισπορά» είναι προσεγμένη, ποικιλόμορφη και όσο γίνεται πιο «ανοικτή» (δηλαδή το ίδιο είδος στο ίδιο χωράφι, να καλλιεργείται ύστερα από όσο γίνεται περισσότερα διαφορετικά φυτικά είδη) τότε αυτή εξυγιαίνει, σταθεροποιεί και αναζωογονεί «φυσιολογικά» το έδαφος.
Μετά την αμειψισπορά, που βρίσκεται στην κορυφή, άλλα μέτρα που συντελούν στη φυσική αναζωογόνηση του εδάφους είναι οι χλωρολιπάνσεις και οι ενδιάμεσες χειμερινές καλλιέργειες. Οι τελευταίες γεφυρώνουν δύο κύριες καλλιέργειες στη διάρκεια του χειμώνα, δεσμεύοντας στη βιομάζα τους θρεπτικά συστατικά που τα διαθέτουν στην ανοιξιάτικη καλλιέργεια που θα ακολουθήσει. Ακολουθούν, η χρήση κοπριάς, κόμποστ, πετραλεύρων και ως τελευταίο μέτρο έρχεται η αγορά εμπορικών οργανικών λιπασμάτων .
Στη Βιολογική Γεωργία «εχθροί», «ζιζάνια» και κατ’ επέκταση ατελείωτος «χημικός πόλεμος» για την εξόντωσή τους δεν υπάρχει. Εδώ, τα «ζιζάνια» θεωρούνται «συνοδευτικά φυτά» ή «παράφυτα» με πολλές θετικές επιδράσεις στο έδαφος και εν μέρει και στην κύρια καλλιέργεια. Από την άλλη οι «εχθροί» θεωρούνται οι «αντίπαλοι των ωφέλιμων». Και τα δύο η Βιολογική Γεωργία επιχειρεί να τα έχει υπό έλεγχο με όσο γίνεται ηπιότερες μεθόδους και μέσα.
Η Βιολογική Γεωργία προσαρμόζεται τόσο στα οικολογικά δεδομένα της περιοχής της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης, όσο και στους βιο-ρυθμούς της φύσης.
Καλλιεργώντας «κάθε πράγμα στον καιρό του και στο τόπο του…» δίνει την δυνατότητα στον κριτικό καταναλωτή να υποστηρίζει την αειφορία «μέσα από το καλάθι του».
Συνεπώς η Βιολογική Γεωργία δεν περιορίζεται στο να «μετατρέπει» μόνο τον αγρότη και τους παραγωγικούς συντελεστές του (έδαφος, φυτά, ζώα) αλλά φροντίζει να μορφώνει και τον σημερινό σχεδόν άβουλο και εύκολα παρελκυόμενο μέσο μαζικό καταναλωτή και να τον μετατρέπει σε Κριτικό και Κοινωνικά Υπεύθυνο Καταναλωτή.
Από τη σκοπιά αυτή, η δήθεν λογική στάση του «συμβατικού» καταναλωτή που θέλει «φθηνό και καλό προϊόν», είναι για την Βιολογική Γεωργία μια καθαυτό αντίφαση.
Πέρα από αυτό, ο «μύθος του ακριβότερου βιολογικού προϊόντος», επειδή «μειώνονται οι αποδόσεις, οι απαιτήσεις για «Εργασία» είναι αυξημένες κλπ.» μακροπρόθεσμα διαψεύδεται όλο και περισσότερο.
Μάλιστα επίσημα στατιστικά δεδομένα αποδεικνύουν πλέον πως εφόσον ο Βιοκαλλιεργητής έχει εμπεδώσει τις γνώσεις του για την βιολογική καλλιέργεια του συγκεκριμένου είδους, μπορεί να παράγει το συγκεκριμένο προϊόν, στη συγκεκριμένη περιοχή με 20 έως 30% χαμηλότερο κόστος από το αντίστοιχο «συμβατικό» .
Ο Βιοκαλλιεργητής ο οποίος έχει συλλάβει την ουσία της Βιολογικής Γεωργίας, δεν παράγει μόνο για τους «έχοντες» αλλά για τον μέσο καταναλωτή, δεν εκμεταλλεύεται τις ανησυχίες του Καταναλωτή και συνεπώς δεν πουλάει ακριβότερα .
Είναι γνωστό πως και στη Βιολογική Γεωργία όπου ο παραγωγός είναι επίσης ανοργάνωτος όπως και ο συμβατικός του συνάδελφος του, στα προϊόντα που διακινεί μέσα από μεσάζοντες, εισπράττει το πολύ 30% της τιμής καταναλωτή. Η τελευταία σε κάποια κανάλια διάθεσης, κυρίως στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων, είναι όντως εξωφρενικά υψηλή .
Ωστόσο πρέπει να ειπωθεί και τούτο. Οι επιμένοντες «συμβατικά» καταναλωτές και οπαδοί της Χημικής Γεωργίας (που συνήθως ασκούν αυτή την επιπόλαιη κριτική) «κλείνουν τα μάτια» μπροστά στις τεράστιες διαφορές των τιμών μέσα στα ίδια τα συμβατικά προϊόντα. Καθημερινά, τα δελτία ειδήσεων βρίθουν από κοινότοπα σχόλια για αυτές τις διαφορές.
Λ.χ. για το ίδιο συμβατικό προϊόν, ακόμη και της ίδιας ποιότητας, την ίδια χρονική στιγμή σε διαφορετικά σημεία πώλησης, οι διαφορές φτάνουν και μέχρι 200% (σε καταστήματα υψηλών απαιτήσεων, για παράδειγμα) !!
Για την Χημική Γεωργία και τους «συμβατικούς καταναλωτές» έχει μεγάλη σημασία η «εκτός εποχής» καλλιέργεια και κατανάλωση. Για το φαινόμενο, όλοι οι έλληνες να καταναλώνουν μετά μανίας πανάκριβα «εκτός εποχής, ‘’ταξιδεμένα’’, πρώιμα κλπ. συμβατικά», ουδείς νοιάζεται ούτε γογγύζει…
Και βέβαια αυτή η καλλιεργητική και καταναλωτική νοοτροπία, συμμετέχει στην όξυνση του Παγκόσμιου Οικολογικού Προβλήματος καθόσον προξενεί υψηλό οικονομικό και κυρίως μετα-οικονομικό (εξωτερικό) κόστος. Ισοπεδώνει τις εποχικές διαφορές με τεχνικά μέσα και είναι αντι-οικολογική αφού καταναλώνει μη ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές και είναι αναγκασμένη να καταφεύγει σε «χημειοθεραπείες».
Η Βιολογική Γεωργία με τις «κυκλικές παραγωγικές διαδικασίες» που εφαρμόζει, συμβάλλει στο να συντηρούνται «κλειστοί» οι βιο-κύκλοι της Φύσης.
Αντίθετα, στην Χημική Γεωργία (στην Ελληνική σε κάθε περίπτωση), οι παραγωγικές διαδικασίες είναι από πολύ ανοικτές έως ολότελα ευθύγραμμες .
Στο τέλος αυτών των ευθύγραμμων διαδικασιών εγκαταλείπονται άλυτα πλήθος προβλημάτων, όπως μεγάλες ποσότητες στερεών, υγρών και αερίων αποβλήτων, πλήθος από αδυνατισμένα, αλατισμένα, οξινισμένα από την εντατική μονοκαλλιέργεια εδάφη, μολυσμένες από τη «χημειοθεραπεία» περιοχές….
Μάλιστα, ο οικονομικά και οικολογικά δαπανηρός αυτός τρόπος καλλιέργειας, θέτει απολογιστικά παράλογες και εκβιαστικές απαιτήσεις στο κοινωνικό σύνολο.
Απαιτεί λοιπόν από το τελευταίο να καλύπτει αυτό το (υπερ)-κόστος παραγωγής.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε επί δεκαετίες με συγκεκριμένες «πολιτικές καλλιέργειες», όπως ο καπνός, το βαμβάκι (μια καθ’ όλα αντι-οικολογική και αντι-οικονομική για τα ελληνικά δεδομένα καλλιέργεια, που μάλιστα χαρακτηρίζονταν και «δυναμική, λευκός χρυσός, λευκός άνθρακας» κλπ. κλπ.) .
Με αποκλεισμούς των δρόμων οι καλλιεργητές αυτών των ειδών απαιτούσαν από τον μέσο φορολογούμενο την κάλυψη της «χημειοθεραπείας» και των παρενεργειών της. Τέτοιες καλλιεργητικές μέθοδοι που με την τυφλή χρήση αγροχημικών επί δεκαετίες «μαγάριζαν» εκτάσεις και ύδατα, αποσπούν σήμερα χρήματα για να «ξεμαγαρίσουν» (προγράμματα νιτρορύπανσης) .
….Τέτοια φαινόμενα εξάλλου εκμεταλλεύονται οι «κατασκευαστές» των μεταλλαγμένων φυτών και ζώων προκειμένου να «νομιμοποιούνται» και προτείνουν ως λύσεις τα ποικίλα «επιτεύγματά» τους. Στην περίπτωση των φυτικών ειδών, ανθεκτικά σε εδάφη οξινισμένα, αλατισμένα, λείψυδρα, μολυσμένα από «εχθρούς» και ασθένειες κλπ.». (Τυπική περίπτωση «τυφλής φυγής προς τα εμπρός», αντί να θεραπεύονται τα γενεσιουργά αίτια…!).
Με τις οργανικές μορφές διάθεσης των προϊόντων της, η Βιολογική Γεωργία περιφερειοποιεί τις αγορές συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση της περιφέρειας, βάζει φραγμό στην κατανάλωση «ταξιδεμένων» προϊόντων που φτάνουν στον καταναλωτή αφού διανύσουν χιλιάδες «τροφο-χιλιόμετρα» καταβροχθίζοντας μη ανανεώσιμη ενέργεια και αποσταθεροποιώντας το κλίμα. Με τις αποκεντρωμένες μορφές διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, που η Βιολογική Γεωργία ήδη εφαρμόζει όπως πωλήσεις «απευθείας από το αγρόκτημα», «τροφοδότηση προϊόντων και διανομές από πόρτα σε πόρτα», τοπικά σύμφωνα ποιότητας, ανάδειξη και υποστήριξη τοπικών προϊόντων και αγορών, η Βιολογική Γεωργία προάγει νέα, οικονομικότερα και οικολογικότερα διανεμητικά και εμπορικά πρότυπα. (Σύγκρ. «δίκαιο εμπόριο με τους παραγωγούς», κίνηση Fair-Trade, Trans-Fair κλπ.).
Η σχέση της Βιολογικής Γεωργίας με τη φύση και τον άνθρωπο, τον παραγωγό και τον καταναλωτή, δεν είναι ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση, αλλά ο σεβασμός, η διακριτικότητα και η ισορροπία. Πρόκειται για σχέση δυναμική, σταθερή, ολοκληρώνουσα. Κτίζεται με επιμονή από χρόνο σε χρόνο από αγρότες και καταναλωτές συνειδητοποιημένους.
Κυρίως δε, δεν κατοχυρώνεται η σχέση αυτή με πληθώρα «σημάτων», κούφιες από περιεχόμενο εξαγγελίες και κωδική χρήση πιστοποιητικών αναλύσεων και σημάτων.
(…) Ειδικά στη φάση της μετατροπής τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο «ώριμος νεο-εντασσόμενος συμβατικός» είναι πολλά και σύνθετα : Οικονομικής, κοινωνική, γνωστικής, ψυχολογικής κλπ. φύσεως. Ο «ώριμος συμβατικός» που αποφασίζει να μεταπηδήσει στη Βιολογική Γεωργία και συνάψει μια τέτοια σχέση, ως ελάχιστο εφόδιο πρέπει να διαθέτει την αναγκαία βούληση. Όλα τα άλλα εφόδια αποκτώνται στη πορεία !
Όσοι λοιπόν ισχυρίζονται πως νοιάζονται για την εξάπλωση της Βιολογικής Γεωργίας (όχι της βιολογικής ακαλλιεργησίας) πρέπει να βοηθήσουν τον νέο αγρότη που αποφασίζει να γίνει βιοκαλλιεργητής, ειδικά στη δύσκολη φάση της Μετατροπής.
Να το προετοιμάζουν για τα διάφορα μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα που θα κλιθεί να αντιμετωπίσει.
Να του εξηγήσουν πως αυτά τα προβλήματα δεν είναι τόσο «εγγενείς ανεπάρκειες της Βιολογικής Γεωργίας», όπως αβασάνιστα λέγεται τόσο από τους ποικίλους «τρίτους» όσο και από νεόκοπους «ειδικούς» της Βιολογικής Γεωργίας, αλλά συμπτώματα («στερητικά»!) του πρότερου εντατικού και «χημειοποιημένου» τρόπου παραγωγής.
Ποιοι και πόσοι είναι αλήθεια του λένε πως για να ξεπεράσει αυτά τα συμπτώματα και να φτάσει στην σταθεροποίηση χρειάζεται πίστωση χρόνου, υπομονή και επιμονή..;;
Αν ο νέο-εντασσόμενος δεν συνειδητοποιήσει όλα αυτά, το πέρασμα του από την Βιολογική Γεωργία (θα) είναι ιδιοτελές και καιροσκοπικό και οπωσδήποτε πρόσκαιρο….
Απόσπασμα από εισήγηση του του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη, Γεωπόνου, Διευθυντή της «ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ» σε ημερίδα με γενικό τίτλο «Βιολογική Γεωργία : Μέτρο αειφορικότητας για πολιτικούς, αγρότες, καταναλωτές». (Αλεξάνδρεια, 4-11-2006)