Παραδοσιακές ποικιλίες σιταριού- Οικολογική γεωργία

Του Κώστα Κουτή
ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ Δίκτυο για την Βιοποικιλότητα και την Οικολογία στη Γεωργία - www.aegilops.gr

Οι ανάγκες των βιοκαλλιεργητών να επιτύχουν ποιοτικά προϊόντα με ταυτόχρονη καλή, σταθερή απόδοση και χαμηλό κόστος, τους ώθησε στην αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης ειδών και ποικιλιών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες παραγωγής και ανθεκτικών σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της σπουδαιότητας της διατήρησης και χρήσης ντόπιων ποικιλιών, παραδοσιακών – αλλά «ξεχασμένων» πια καλλιεργειών (π.χ σουσάμι) όπως και της εμπειρικής γνώσης που τα συνοδεύει (τρόπος καλλιέργειας, χρήσης). Γεγονός όμως είναι ότι οι βιοκαλλιεργητές αδυνατούν να βρουν κατάλληλες ποικιλίες για βιολογική παραγωγή αλλά και ιδιαίτερα σπόρο από επιθυμητές παλιές ποικιλίες ή παραδοσιακές καλλιέργειες (λαθούρι, ρόβι κ.ά.) με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν συμβατικές ποικιλίες ή εισαγόμενο σπόρο. Επιπλέον, από το 2004 μπήκε ακόμη ένας περιορισμός με βάση τον κανονισμό 1452/2003 που επιβάλλει, με πολλές προς το παρόν παρεκκλίσεις να χρησιμοποιείται στη βιολογική γεωργία βιολογικά παραγόμενος σπόρος.

Η βελτίωση στη βιολογική γεωργία τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται συστηματικά με σκοπό τη δημιουργία ποικιλιών με υψηλή θρεπτική αξία και γεύση, την ενίσχυση της σποροπαραγωγικής προοπτικής, την αυτορυθμιστική ικανότητα του συστήματος βιολογικής παραγωγής και την αύξηση της βιοποικιλότητας.

Ειδικότερα για το σιτάρι υποστηρίζεται, στα σύγχρονα προγράμματα οργανικής βελτίωσης, ‘ιδεότυπος’ σύμφωνα με τον οποίο ποικιλίες σταριού κατάλληλες για βιολογική γεωργία πρέπει:

- Να προσαρμόζονται στην οργανική λίπανση και στις μειωμένες εισροές
- Να έχουν καλή αντοχή στις ασθένειες και ανταγωνιστική ικανότητα σε ότι αφορά τα ζιζάνια
- Να μπορούν να μπουν εύκολα σε προγράμματα αμειψισποράς
- Να έχουν γρήγορη πρώιμη ανάπτυξη και πρωιμότητα
- Να έχουν καλό ριζικό σύστημα, μακρύ καλάμι, μεγάλη απόσταση κολεού φύλλου σημαίας και όχι συμπαγές στάχυ
- Να έχουν καλή ποιότητα, γεύση και να ανταποκρίνονται στις διατροφικές απαιτήσεις των καταναλωτών.

Τέλος, ενώ η απόδοση παραμένει για την βιολογική γεωργία ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, θεωρείται όμως πολύ σημαντικότερη η ικανότητα των αγροοικοσυστημάτων να αυτορυθμίζονται και να αυτοσυντηρούνται μέσα από χαμηλές εισροές και πρακτικές πρόληψης. Σ΄αυτό αναμένεται να παίξουν σοβαρό ρόλο ποικιλίες προσαρμοσμένες στο βιολογικό τρόπο παραγωγής, που προάγουν τη σταθερότητα του συστήματος αλλά και την σταθερότητα στην απόδοση.

Ντόπιες ποικιλίες.
Οι ποικιλίες αυτές, είναι κατά κανόνα προσαρμοσμένες σε καλλιεργητικά συστήματα μειωμένων εισροών και υπερέχουν ως προς την ποιότητα (κατά κανόνα αρνητική γενετική συσχέτιση ποιότητας και ποσότητας), η οποία γενικώς θυσιάστηκε στο βωμό των υψηλών αποδόσεων. Οι παλαιές ποικιλίες, π.χ σιτηρών, αποδείχθηκαν ότι είναι πιο ανθεκτικές και στους φωτοχημικούς ρύπους, όπως όζον κ.ά. Εξάλλου, έμπειροι βιοκαλλιεργητές καταθέτουν ότι αντιμετωπίζουν περιορισμένα προβλήματα φυτοπροστασίας με την ευρύτερη βιοποικιλότητα (χρήση περισσότερων ποικιλιών) σε μία περιοχή. Τέλος οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι σπουδαίο εργαλείο - απάντηση στα χέρια των βιοκαλλιεργητών στις ποικιλίες της Γενετικής Μηχανικής των πολυεθνικών σπόρων από τις οποίες απειλούνται και δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν ποτέ. H νομοθεσία όμως δεν επιτρέπει την καλλιέργεια «ντόπιων», παραδοσιακών κλπ. ποικιλιών που δεν είναι γραμμένες στον Εθνικό κατάλογο ή Κοινοτικό κατάλογο, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει επίσημη σποροπαραγωγή για τις ποικιλίες αυτές και οι παραγωγοί να μη δικαιούνται επιδοτήσεων (π.χ σκληρό σιτάρι). Γενικώς, απουσιάζει ένας Οργανωμένος Φορέας για τη διατήρηση-σποροπαραγωγή αυτών των ποικιλιών.

Οργάνωση ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ - Πρόγραμμα Διατήρησης και Αξιολόγησης για την Οικολογική Γεωργία Παραδοσιακών Ποικιλιών Σιταριού.

Η πρωτοβουλία που αναπτύσσει τον τελευταίο καιρό η οργάνωση ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ έχει βασικό στόχο αφ’ ενός την διατήρηση και διάσωση ντόπιων ποικιλιών σιταριού και αφ’ ετέρου την επαναεισαγωγή τους στην καλλιέργεια και καθημερινή γεωργική πρακτική ως σημαντικού εγχειρήματος διατήρησής τους (on farm conservation). Η πρωτοβουλία αυτή είχε εξ αρχής κύριους αποδέκτες την κοινότητα των βιοκαλλιεργητών οι οποίοι μέσα από την ίδια την καθημερινή αναγκαιότητα για την αναζήτηση κατάλληλων και προσαρμοσμένων ποικιλιών έγιναν κύριοι υποστηρικτές των ντόπιων ποικιλιών και αποτελούν τον κύριο κορμό της οργάνωσής μας.

Η οργάνωση τα τελευταία έτη (2002-2004) σε συνεργασία με την Τράπεζα Γενετικού Υλικού και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στα πλαίσια επιστημονικής έρευνας αναπολλαπλασίασε 38 εγχώριους αβελτίωτους πληθυσμούς μαλακού και σκληρού σταριού σε συνθήκες βιολογικής καλλιέργειας. Επίσης αξιολόγησε σε συγκριτικά πειράματα στο Δίλοφο Φαρσάλων την αγρονομική συμπεριφορά παραδοσιακών και νεότερων ποικιλιών σε συνθήκες βιολογικής και συμβατικής παραγωγής.

Από τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας προέκυψε ότι η βιολογική καλλιεργητική πρακτική και ιδιαίτερα η αμειψισπορά διατήρησε και βελτίωσε τη γονιμότητα του εδάφους και επιπλέον έκανε μη αναγκαία την εφαρμογή εξωτερικής λίπανσης και ζιζανιοκτονίας, μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος παραγωγής. Από την άλλη οι εισροές (λίπανση, ζιζανιοκτονία) στο συμβατικό αγρό, αύξησαν την ομοιομορφία των φυτών καθώς και την παραγωγή σε σπόρο 10%, έναντι του βιολογικού αγρού.

Οι παραδοσιακές ποικιλίες σκληρού σίτου, γενικά, απέδωσαν περισσότερο και στα δύο συστήματα παραγωγής από τις σύγχρονες αντίστοιχες ποικιλίες, επιβεβαιώνοντας ότι αποτελούν πολύτιμη πηγή γενετικού πλούτου για την γεωργία της Μεσογείου.

Για την καλλιεργητική περίοδο 2004 - 2005 ποικιλίες που πολλαπλασιάστηκαν τα προηγούμενα έτη σπάρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας ώστε να αξιολογηθούν υπό συνθήκες βιολογικής παραγωγής. Το πρόγραμμα του σταριού αναμένεται να αποτελέσει πιλότο και για άλλες καλλιέργειες τα επόμενα χρόνια.