Ελληνικές ποικιλίες κριθαριού και βρώμης κατάλληλες για οργανική καλλιέργεια και βιολογικά συστήματα αμειψισποράς
Δρ Κ. Μπλαδενόπουλος, γεωπόνος
Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έχουν ευαισθητοποιηθεί πολύ με τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στη διατροφή τους. Οι έννοιες οργανική καλλιέργεια, βιολογικά προϊόντα και παρόμοιες είναι αντικείμενο συζητήσεων σε όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθημερινά. Σήμερα σε συνθήκες οργανικής καλλιέργειας καλλιεργούνται λίγα φυτικά είδη και σε μικρή έκταση. Επίσης, ένα μικρό ποσοστό καταναλωτών ενδιαφέρεται σοβαρά για τα βιολογικά προϊόντα.
Η έρευνα είθισται να προηγείται και να οικοδομεί τις εξελίξεις και όχι απλά να τις παρακολουθεί. Το Ινστιτούτο Σιτηρών λαμβάνοντας υπόψη τις νέες αυτές προκλήσεις σχετικά με τα βιολογικά προϊόντα προγραμμάτισε τη δημιουργία ποικιλιών κριθαριού και βρώμης κατάλληλων για συστήματα αμειψισποράς κάτω από καθαρά οργανικές συνθήκες καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, από το 1994 και μετά, στο Τμήμα κριθαριού και βρώμης εφαρμόστηκε μια τροποποιημένη κλασική γενεαλογική μέθοδος βελτίωσης, κάτω από βιολογικές συνθήκες καλλιέργειας σε συνδυασμό με ένα εναλλασσόμενο σύστημα αμειψισποράς με ψυχανθή, δηλαδή ένα σύστημα “οργανικής βελτίωσης” σύμφωνα με την πρόσφατη ορολογία. Με αυτόν τον τρόπο αξιολογούνταν οι κατάλληλοι γονείς, το διασπώμενο και σταθεροποιημένο γενετικό υλικό με κλασικά κριτήρια επιλογής συγχρόνως για απόδοση, ποιότητα, προσαρμοστικότητα, αντοχή σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες, καταπονήσεις και αξιοποίηση οργανικών εισροών.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν ήταν πολύ ενδιαφέροντα και αξιόλογα. Δημιουργήθηκαν και γράφηκαν στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών Καλλιεργουμένων Φυτών, μία ομάδα νέων ποικιλιών κριθαριού και βρώμης κατάλληλων για οργανική καλλιέργεια και ειδικών για βιολογικά συστήματα αμειψισποράς όπως προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για βιολογικές καλλιέργειες. Πιο συγκεκριμένα, οι ποικιλίες αυτές έχουν τη σφραγίδα του περιβάλλοντος, γιατί δημιουργήθηκαν κάτω
από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας μας ανταγωνιζόμενες τα ζιζάνια και ανθιστάμενες στις προσβολές των φυλών των μυκήτων, ιών και εντόμων που επικρατούν στον τόπο μας. Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ποικιλίες είναι εξίσου πολύ καλές και για τους καλλιεργητές που καλλιεργούν τα δύο είδη με συμβατική τεχνική καλλιέργειας. Σήμερα ο αγρότης υφίσταται έναν καταιγισμό από πολλές ξένες ποικιλίες, πολλές φορές αμφιβόλου καλλιεργητικής αξίας. Οι νέες ποικιλίες που δημιουργήθηκαν με τη βιολογική μέθοδο καλλιέργειας αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής όχι τόσο για εθνικούς λόγους, αλλά επειδή έχουν πραγματικά μεγάλη αγρονομική αξία.
Οι ποικιλίες κριθαριού που έχουν ήδη προωθηθεί στο εμπόριο και οι αντίστοιχες εταιρίες που τις διακινούν είναι οι εξής: «Δήμητρα» διακινείται από τη Θρακική Σποροπαραγωγική και τον Οίκο Κωστάκη ΑΕ, η «Περσεφόνη» από τη ΓΑΙΑ, το «Βυζάντιο» από τη ΒΙΟS, ο «Παλαιολόγος» από το Γεωπονικό Σπίτι, η «Θεσσαλονίκη» από την ΚΕΣΠΥ και η «Ανδρομέδα» από την ΚΕΣΠΥ και τη ΓΑΙΑ.
Υπάρχουν επίσης οι νέες ποικιλίες, «Κωνσταντίνος» και «Ιππόλυτος», οι οποίες προς το παρόν δε διακινούνται από κάποια εται- ρεία. Όσον αφορά τις ποικιλίες βρώμης, η «Παλλήνη» διακινείται στην αγορά από την ΚΕΣΠΥ και η «Φλέγα» από το Γεωπονικό Σπίτι. Όλες οι εν λόγω ποικιλίες που γράφηκαν στον Εθνικό Κατάλογο από το 1999 έως το 2005 είναι πολύ αξιόλογες, κάποιες δε από αυτές, όπως η «Δήμητρα» και η «Φλέγα» καλλιεργούνται με επιτυχία και στην Κύπρο.
Η δυνατότητα καλλιέργειας των παραπάνω ποικιλιών με ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα κάτω από οργανικές συνθήκες, μπορεί να δώσει λύσεις σε
προβλήματα έντονης νιτροποίησης εδαφών. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις σύγχρονα επιστημονικά ευρήματα, τόσο το κριθάρι όσο και η βρώμη έχουν ιδιαίτερη διατροφική αξία λόγω της ύπαρξης σ'αυτά β-γλυκανών καθώς και των αντιοξειδωτικών τοκοφερολών και τοκοτριενολών. Τρέχουσα έρευνα του Ινστιτούτου Σιτηρών δείχνει ότι η καλλιέργεια των παραπάνω ειδών κάτω από συνθήκες οργανικής καλλιέργειας αυξάνει την διατροφική τους αξία.
Όταν σήμερα ξεκινούν προσπάθειες διεθνώς για τη δημιουργία ποικιλιών κάτω από οργανικές συνθήκες (organic breeding) το Ινστιτούτο Σιτηρών του ΕΘΙΑΓΕ, έχει έτοιμες λύσεις με ποικιλίες για την αποφυγή της περαιτέρω επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και τον εφοδιασμό της αγοράς με βιολογικά προϊόντα.