Σε παγκόσμιο επίπεδο, η βιομηχανική γεωργία εξαρτάται
σήμερα από δεκαπέντε ποικιλίες φυτών τα οποία αντιστοιχούν στο 90% της τροφής
που χρησιμοποιούν οι πληθυσμοί της γης (Kirschenmann, 1998).Εντούτοις, το
μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας με την προσέγγιση της υψηλής χημικής εισροής
όχι μόνο απέτυχε στο ζήτημα της διατροφής αλλά και αποδιοργάνωσε και έφθειρε τα
βιοσυστήματα, βλάπτοντας τους πόρους που προμηθεύουν την τροφή. Το φαινόμενο
αυτό αναμένεται ότι θα επιδεινωθεί στο μέλλον. Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται
για να αυξηθεί η παραγωγή ολιγάριθμων καλλιεργειών επιτείνει την αποδιοργάνωση
και φθορά, επισπεύδοντας την αναπόφευκτη εμφάνιση έλλειψης τροφής. Είναι
ενδιαφέρον το συμπέρασμα του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας των Ηνωμένων Πολιτειών
ότι η Αφρική ίσως οφείλει να επιστρέψει σε περισσότερα από 2000 ιθαγενή είδη
σιτηρών, φρούτων, λαχανικών και ριζών ώστε να αμβλυνθούν τα προβλήματα που
απορρέουν από τα διατροφικά ελλείμματα (NRC, 1996).
Η
βιολογική γεωργία συνιστά μια ριζοσπαστική προσέγγιση, βασισμένη κυρίως σε
μεθόδους κλειστού κύκλου παραγωγής, είναι δε ικανή να λύσει το πρόβλημα της
διατροφής (Woodward,1998). Αυτός ο μετασχηματισμός του χαρακτήρα της
παραγωγής τροφής δίνει τη δυνατότητα να βασιστεί στις τοπικές κοινωνίες η
εξέλιξη της ισορροπίας ανθρώπου/τροφής/γης. Είναι αποδεδειγμένο ότι ο καλύτερος
τρόπος για να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα σε ανθρώπους/τροφή και γη είναι με
τη βοήθεια της τοπικά αναπτυσσόμενης γεωργίας, η οποία συνδέεται με οικολογικά
υπεύθυνη χρήση των εδαφικών πόρων και τον τοπικό πολιτισμό. Για να
προσδιορίσουμε την ικανότητα αυτοσυντήρησης των ανθρώπων σε ένα τοπικό
βιοσύστημα, με τη σωστή χρήση των τοπικών πηγών και του βιολογικού συστήματος
παραγωγής, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε βιοσύστημα έχει τις δικές του
δυνατότητες διατροφής που εξαρτώνται από το τοπικό κλίμα και άλλους σχετικούς
πόρους. Οι εξαγωγές πλεονασμάτων από το ένα είδος τροφής σε κάποιο άλλο θα
συνεχίζονται βέβαια και με το καινούργιο σύστημα, η προτεραιότητα όμως θα είναι
η διατροφική αυτάρκεια σε κάθε περιοχή.
Είναι
αξιοσημείωτο ότι η περιφερειακή διατροφική επάρκεια σχετιζόταν μέχρι πρότινος
με μερικούς φυσιολάτρες, οικολόγους και άλλα μεμονωμένα άτομα, πρόσφατα όμως
βρήκε υποστήριξη από το Αμερικάνικο Κογκρέσο, με προγράμματα όπως αυτό της
Ασφάλειας Τροφής της Κοινότητας (Community FoodSecurityAct), καθώς και από ερευνητές πανεπιστημίων (Kirschenmann, 1998). Οι ολοκληρωμένες επιχειρήσεις βιολογικής
γεωργίας, όπως και οι αναπτυσσόμενες αγορές αγροτών οι οποίοι επιδίδονται στην
άμεση πώληση των προϊόντων τους, υποστηρίζονται από τις τοπικές κοινωνίες,
γεγονός που συνιστά την αρχή του τέλους του βιομηχανικού συστήματος τροφής.
Είναι λοιπόν πιθανό,μεγάλο τμήμα του μελλοντικού συστήματος παραγωγής τροφίμων
να βασίζεται στην τοπική κουλτούρα και παράδοση, με έγκυρη οικολογική
διαχείριση και επιτόπιο έλεγχο.
Σύμφωνα
με έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), ο
αγροτοβιομηχανικός τομέας θα γνωρίσει ταχύτατες μεταβολές και σοβαρές
επιχειρηματικές ανακατατάξεις (Stivens, 1997).
Υπογραμμίζεται συγκεκριμένα ότι, στη ζώνη του Ο.Ο.Σ.Α., οι παραδοσιακοί
παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζήτηση ειδών διατροφής ανήκουν ήδη στο
παρελθόν,αφού παραχώρησαν τη θέση τους σε άλλους, οι οποίοι σχετίζονται με τις
γεύσεις και τη διαιτητική. Προβλέπεται, έτσι, ότι στις ανεπτυγμένες χώρες θα
αυξηθούν τα βιολογικά προϊόντα και θα αναπτυχθεί η βιολογική γεωργία. Είναι
άλλωστε ήδη ορατή η τάση του σύγχρονου καταναλωτή να απαιτεί συνεχώς περισσότερες
πληροφορίες για τα τρόφιμα που αγοράζει και να δίνει μεγάλη σημασία στις
διαιτητικές ιδιότητές τους.
Η
αναθεώρηση της αγροτικής πολιτικής της Κοινότητας ενθαρρύνει όλες τις πρωτοβουλίες
που αυξάνουν τη διαφοροποίηση της παραγωγής με στόχο την ποιότητα που να
ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς και τις προσδοκίες του καταναλωτή
(Φωτόπουλος, 1992). Τέτοιες περιπτώσεις διαφοροποίησης αποτελούν τα προϊόντα
που παράγονται με ήπια (φιλικά) προς το περιβάλλον συστήματα παραγωγής, είτε
βιολογικό, χωρίς τη χρήση χημικών εισροών, είτε ολοκληρωμένο που συνεπάγεται
την άριστη διαχείριση της παραγωγικής διαδικασίας, ώστε οι χημικές εισροές να
μειωθούν στις απολύτως αναγκαίες, με κύριο στόχο την απουσία υπολειμμάτων
(φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, ορμονών, κλπ).
Το
σύστημα της ολοκληρωμένης παραγωγής,
μολονότι εμφανίστηκε πρόσφατα ως εναλλακτική πρόταση έναντι της βιολογικής, και
το οποίο εμπεριέχει μικρότερο ρίσκο, περιλαμβανόταν πάντα στα προγράμματα αγροτικής
ανάπτυξης, από τη δεκαετία του ’70 και μετά, ως «ορθή καλλιεργητική πρακτική».Η
πλέον σύγχρονη εκδοχή του συστήματος της ολοκληρωμένης παραγωγής εμφανίζεται ως
πακέτο ορθολογικής διαχείρισης περισσότερο ολοκληρωμένο αλλά με πολλά
προβλήματα πρακτικής εφαρμογής, επειδή προϋποθέτει την ανάπτυξη περιφερειακής
δομής συγκέντρωσης στοιχείων (μετεωρολογικών, βιολογικής εξέλιξης
εντόμων,εξέλιξης ασθενειών, οικονομικών στοιχείων, κλπ.), καθώς και τη
μηχανογραφική υποστήριξη επεξεργασίας των δεδομένων. Το σύστημα της
ολοκληρωμένης παραγωγής βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, επειδή ελαχιστοποιεί
τις βλάβες και μεγιστοποιεί τις οικολογικές, κοινωνικές και οικονομικές
ωφέλειες σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Ως ελεγχόμενο σύστημα
παραγωγής μέσω οργανισμών πιστοποίησης, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί και ως
στάδιο εκπαίδευσης-εμπέδωσης της δυναμικής διαδικασίας, μείωσης των χημικών
εισροών και προστασίας του περιβάλλοντος, ώστε στη συνέχεια να υιοθετηθεί το
σύστημα της βιολογικής γεωργίας, η υπεροχή του οποίου στην επίτευξη της
αειφορίας είναι δεδομένη.
Ιδιαίτερα
για τη χώρα μας,τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού τομέα, όπως ο
μικρός κλήρος(μέσος κλήρος στην Ελλάδα=45 στρέμματα, στην Ε.Ε.=165 στρέμματα,
στην Αμερική=2020 στρέμματα) και η γεωμορφολογία (450.000 εκμεταλλεύσεις στο
σύνολο των 860.000 γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας βρίσκονται σε
ορεινές,ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές και προσφέρονται μόνο για συστήματα
εκτατικής γεωργίας), αποκλείουν την εφαρμογή του μοντέλου της βιομηχανικής
γεωργίας. Δηλαδή ακόμα και αν διπλασιαστεί η χρηματοδότηση διαρθρωτικής
προσαρμογής της ελληνικής γεωργίας, θα υστερούμε πάντοτε έναντι των
ανταγωνιστών μας, επειδή αποκλείεται να εξαλειφθούν οι διαφορές οικονομιών
κλίμακας, αλλά και ο γεωμορφολογικός δυϊσμός της γεωργίας μας. Η ελληνική
γεωργία μπορεί να γίνει ανταγωνιστική, όμως, στο καινούργιο περιβάλλον που
δημιουργείται από τις νέες τάσεις κατανάλωσης τροφίμων μέσω της υιοθέτησης
ήπιων συστημάτων παραγωγής καθώς και από την ανάγκη για αυξημένη ποιότητα.
Επιβάλλεται,
συνεπώς, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας φιλοπεριβαλλοντικής και αειφόρου
αγροτικής πολιτικής (ως εθνικής αγροτικής πολιτικής), συμπληρωματικής της ΚΑΠ,
δηλαδή προτείνεται συγκεκριμένα η υιοθέτηση της στρατηγικής ποιότητας ως η
σωστότερη λύση για την ελληνική γεωργία. Οι σχετικές προσπάθειες πρέπει να
επικεντρώνονται στη περιφέρεια, οι τοπικές κοινωνίες της οποίας θα αποτελέσουν
το μοχλό για βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής μέσω του σχεδιασμού ολοκληρωμένων
προγραμμάτων που θα καλύπτουν την παραγωγή τροφίμων ποιότητας, θα προστατεύουν
την αειφορία του αγροτικού χώρου και περιβάλλοντος, θα διατηρούν την
πολιτισμική παράδοση και γενικότερα θα διασφαλίζουν ιδανικές συνθήκες διαβίωσης
τόσο για τους εντόπιους όσο και για τους τουρίστες.
Κατά τη μετάβαση
από τη συμβατική μέθοδο καλλιέργειας στη βιολογική, πρώτος στόχος είναι η
αναζωογόνηση του εδάφους, και απώτερος σκοπός η αποκατάσταση της βιολογικής
ισορροπίας στο αγρόκτημα. Η υπερβολική λίπανση, ιδιαίτερα η αζωτούχος,
αφομοιώνεται άμεσα από τα φυτά και έτσι αποδυναμώνεται η σημασία της διάσπασης
των στοιχείων του εδάφους με τη μείωση των μικροοργανισμών του. Η διακοπή της
χρήσης χημικών μέσων και η χρησιμοποίηση τεχνικών βιολογικής γεωργίας (χλωρά
λίπανση,βιολογική λίπανση) βελτιώνει τις συνθήκες του εδάφους και επαναφέρει
(μέσω του πολλαπλασιασμού των μικροοργανισμών) τη διεργασία της αναζωογόνησης
και αποκατάστασης της γονιμότητάς του. Κατά τη μεταβατική περίοδο προς τη
βιολογική γεωργία το κόστος παραγωγής εμφανίζεται αυξημένο και οι αποδόσεις χαμηλές.
Η
επίτευξη μιας καλής μέσης απόδοσης της βιολογικής μεθόδου
παραγωγής,ανταγωνιστικής προς τη συμβατική, απαιτεί μερικά χρόνια, τα οποία,
ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αλλά και τις τοπικές συνθήκες, κυμαίνονται από
τέσσερα έως δέκα χρόνια (Kuepfet al., 1976). Παρότι η βιολογική
γεωργία στηρίζεται σε σχετικά διαφορετικές τεχνικές από τη συμβατική, τελικά το
κέρδος είναι συγκρίσιμο,επειδή αν και το κόστος πρόσθετης εργασίας στη
βιολογική γεωργία είναι υψηλό,αντίστοιχα υψηλό είναι και το κόστος λιπασμάτων,
βιοκτόνων, σπόρων και συμπληρωματικών της διατροφής ζώων. Ίσως όμως να μην
είναι πάντα δυνατή η σύγκριση,επειδή στη συμβατική γεωργία υπάρχουν ποικιλίες
που ανταποκρίνονται σε υψηλή αζωτούχο λίπανση, μια συνθήκη που δεν μπορεί να
βρεθεί σε βιολογικούς αγρούς.Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η μέθοδος της
βιολογικής γεωργίας υπερτερεί σε μειονεκτικές περιοχές (ορεινές, ημιορεινές,
νησιωτικές), όπου οι παραπάνω ποικιλίες δεν μπορούν να αποδώσουν, επειδή δεν
αφομοιώνεται η αζωτούχος λίπανση λόγω έλλειψης υγρασίας (Φωτόπουλος, 1995).
Τα
αποτελέσματα αυτά επαληθεύονται από έρευνες συγκριτικού κόστους παραγωγής
βιολογικών και συμβατικών προϊόντων σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Ο Hodges (1978) συγκέντρωσε τα αποτελέσματα ερευνητικών
εργασιών εφαρμογής του συστήματος παραγωγής της βιολογικής γεωργίας σε διάφορες
χώρες. Τα στοιχεία που παραθέτει στην εργασία του δείχνουν ότι:
· Στη Γαλλία, η εφαρμογή του συστήματος της βιολογικής
γεωργίας δεν επιφέρει πάντοτε μείωση των αποδόσεων. Γενικά, τα δημητριακά και
τα κηπευτικά έδιναν περίπου ίδιες αποδόσεις, ενώ σε δύο περιπτώσεις -οπωροφόρα
και αραβόσιτος- η παραγωγή ήταν σημαντικά μειωμένη.
· Στην Ολλανδία, φαίνεται ότι τα βιολογικά αγροκτήματα
μπορούν να έχουν αποδόσεις συγκρίσιμες με τα συμβατικά,με εξαίρεση τα γαλακτοκομικά,
μερικά κηπευτικά και τα οπωροφόρα. Συχνά όμως στην κτηνοτροφία οι παραγωγοί
επιδίωκαν χαμηλότερες αποδόσεις για να εξασφαλίσουν την υγεία και μακροζωία των
ζώων.
· Στις ΗΠΑ, συγκριτική έρευνα που έγινε σε 14 βιολογικές
μονάδες και ισάριθμες συμβατικές όπου εκτρέφονται ζώα, έδειξε ότι η παραγωγή
των βιολογικών προϊόντων ήταν μειωμένη κατά 8-10%, αλλά το χαμηλότερο κόστος
παραγωγής απέφερε τελικά κέρδος.
· Στην Ελβετία, βιολογικά αγροκτήματα που συγκρίθηκαν με
συμβατικά παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε γάλα (απόδοση μεγαλύτερη από τον
μέσο όρο της χώρας)και σε κηπευτικά.
· Στον Καναδά, βιολογικό αγρόκτημα έδωσε πολύ υψηλότερη
συγκομιδή σε πατάτες και σιτάρι.
Από έρευνα που έγινε στις
ΗΠΑ από το Υπουργείο Γεωργίας, διαπιστώθηκε ότι τα καθαρά κέρδη ήταν τα ίδια
για τα βιολογικά και τα συμβατικά αγροκτήματα, ακόμη και όταν τα πρώτα
παρουσίαζαν χαμηλότερη συγκομιδή (U.S.D.A., 1980).
Στη
Γερμανία σε έρευνα του Υπουργείου Γεωργίας συγκρίθηκαν είκοσι τέσσερα βιολογικά
αγροκτήματα με ισάριθμα συμβατικά και αποδείχτηκε ότι:
· Το κέρδος των βιολογικών αγροκτημάτων ήταν κατά 23%
χαμηλότερο ανά στρέμμα τον πρώτο χρόνο και κατά 17% τον δεύτερο χρόνο.
· Στα βιολογικά αγροκτήματα οι εργατικές θέσεις είναι
ανά δέκα στρέμματα δύο περίπου περισσότερες από τα συμβατικά. Όταν όμως η
σύγκριση γίνεται σε μεγάλη κλίμακα (400 στρέμματα), τότε οι εργατικές θέσεις
είναι σχεδόν ισάριθμες.
· Οι αποδόσεις των βιολογικών αγροκτημάτων αποτελούσαν
το 63% των συμβατικών τον πρώτο χρόνο και το 80% τον δεύτερο.
· Το κόστος των βιολογικών αγροκτημάτων ήταν χαμηλότερο
των συμβατικών κατά 52%τον πρώτο χρόνο και κατά 73% τον δεύτερο.
· Τελικά, το εισόδημα ανά
αγρόκτημα ήταν μεγαλύτερο για τα βιολογικά, μειώνεται όμως και πάλι όταν γίνει
αναγωγή ανά εργατική θέση (Pziebe, 1985).