Της Ελευθερίας Γεωργιάδη
Ένα κεντρικό ζήτημα σχετικά με τα βιολογικά
προϊόντα, που ίσως λειτουργεί αποτρεπτικά για
τους καταναλωτές, είναι η τιμή τους. Όμως, γιατί
τα βιολογικά προϊόντα συχνά πωλούνται ακριβότερα; Και πώς μπορούμε να τα βρίσκουμε σε
καλύτερες τιμές;
Πρόσφατες μελέτες του Πανεπιστημίου California-Davis δείχνουν ότι
στις ΗΠΑ οι καταναλωτές που προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα ξοδεύουν
τουλάχιστον 20% περισσότερα χρήματα από τους καταναλωτές συμβατικών τροφίμων. Στην Ευρώπη η εικόνα είναι παρόμοια, όμως αυτό δεν
ισχύει παντού. Πρόσφατα μάλιστα, στην Εβδομάδα Βιολογικής Γεωργίας
και σε άλλες προωθητικές εκδηλώσεις στη Μ. Βρετανία, διαπιστώθηκε ότι
τα βιολογικά προϊόντα ήταν φτηνότερα από τα αντίστοιχα συμβατικά. Στη
χώρα μας οι καταναλωτές βιολογικών προϊόντων μπορούν να πετύχουν τις
χαμηλότερες τιμές στις περιπτώσεις που το προϊόν διακινείται χύμα, δηλαδή
κατευθείαν από το χωράφι ή στις αγορές βιολογικών προϊόντων. Βέβαια,
ακόμη και αν εντοπιστεί ο παραγωγός πίσω από τη συσκευασία, η αγορά
κατευθείαν από το χωράφι δεν θα είναι δυνατή, καθώς δεν υπάρχουν
οργανωμένοι πάγκοι στα αγροκτήματα και συγκεκριμένες ώρες που ο
καταναλωτής μπορεί να βρεθεί στο χωράφι ταυτόχρονα με τον παραγωγό.
Συνεπώς, χαμηλότερη τιμή ο καταναλωτής μπορεί να βρει αρχικά στις
λαϊκές αγορές βιολογικών προϊόντων, όπου θα έρθει σε επικοινωνία και
με τον παραγωγό, και κατά δεύτερο λόγο σε πιστοποιημένα καταστήματα όπου πωλούνται χύμα τα προϊόντα.
Όσον αφορά τις τιμές των βιολογικών προϊόντων
στα καταστήματα, οι συνήθως υψηλότερες τιμές
οφείλονται σε λόγους που σχετίζονται με το σύστημα παραγωγής. Επειδή οι βιοκαλλιεργητές χρησιμοποιούν λιγότερο εντατικές εισροές (λιπάσματα),
συχνά η παραγωγή τους είναι μικρότερη. Λογικό
είναι λοιπόν να πρέπει να κοστολογούν ακριβότερα
την παραγωγή αυτή.
Στη βιολογική γεωργία ισχύουν αυστηροί περιορισμοί και απαγορεύσεις σε φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα και εντομοκτόνα, γεγονός που αυξάνει τo
εργατικό κόστος, ενώ επιβραδύνει τη διαδικασία
παραγωγής. Στη βιολογική κτηνοτροφία, επίσης,
ισχύουν κανόνες που μειώνουν την παραγωγή ενώ
αυξάνουν το κόστος. Οι βιολογικές ζωοτροφές
είναι κατά πολύ ακριβότερες από τις συμβατικές.
Τα αντιβιοτικά και οι αυξητικές ορμόνες απαγορεύονται. Τα βιολογικά κοτόπουλα και τα γουρούνια
μεγαλώνουν σε υπαίθριες εγκαταστάσεις, καταλαμβάνοντας πολύ περισσότερο χώρο απ’ ό,τι
συνηθίζεται στη συμβατική παραγωγή αυγών,
κοτόπουλων και χοιρινών. Επιπλέον, ένας πτηνοτρόφος με κότες μπορεί να πουλάει κοτόπουλα
μέσα σε 40 μέρες από την εκτροφή, ενώ ένας με
βιολογικά σε 80. Πράγμα που είναι βέβαια καλό για τον καταναλωτή, αυξάνει όμως το κόστος. Για
να το πούμε με άλλα λόγια, τα ευτυχισμένα κοτόπουλα και τα χαρούμενα γουρούνα μεγαλώνουν
με αισθητά μεγαλύτερο κόστος.
Αν δούμε το θέμα από μια άλλη σκοπιά, το τελικό
κόστος αυξάνεται και λόγω του κόστους της δια-
νομής και της διάθεσης, καθώς, λόγω του μικρού
αριθμού παραγωγών που καλλιεργούν βιολογικά,
δεν υπάρχει η δυνατότητα τα καταστήματα να πάρουν προϊόντα μαζεμένα από μία περιοχή αλλά
πρέπει να τα μεταφέρουν από όλη την περιφέρεια.
Γενικά, τα περισσότερα βιολογικά αγροκτήματα
είναι μικρά και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις
μεγάλες αγροτικές εταιρείες στο θέμα της τιμής.
Η παραγωγή τροφίμων διέπεται από την οικονομία
της μαζικής παραγωγής, όπως συμβαίνει και στους
υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας. Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων είναι περήφανοι για το
γεγονός ότι βρίσκονται στο επίκεντρο των τοπικών
οικονομιών και παραδίδουν φρέσκα και θρεπτικά
τρόφιμα σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων, κατά το
μέτρο του δυνατού.
Άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά
το ζήτημα είναι η ζήτηση, που είναι μεγαλύτερη
από την προσφορά. Πριν από μερικά χρόνια, που
η παραγωγή τέτοιων προϊόντων ήταν ακόμα μικρότερη, η τιμή ήταν 100% πάνω, ενώ τώρα που
η παραγωγή βιολογικών προϊόντων έχει αυξηθεί
η τιμή έχει πέσει περίπου στο 40% επιπλέον των
συμβατικών.
Τέλος και σημαντικότερο, συγκρίνουμε 2 ανόμοια
προϊόντα: το ένα είναι απλώς π.χ. μια τομάτα, που
έχει παραχθεί με «οποιονδήποτε» τρόπο, χωρίς να ελεγχθεί από κανέναν
και χωρίς να είναι σίγουρο ούτε καν ότι έχει τις θρεπτικές αξίες που
θα έπρεπε να έχει, ενώ το άλλο είναι μια τομάτα βιολογικής γεωργίας,
που:
• έχει ελεγχθεί σε όλα τα στάδια παραγωγής της ότι δεν περιέχει χημικά,
επομένως είναι όσο θρεπτική θα έπρεπε να είναι μια τομάτα,
• ο παραγωγός της έχει ενταχθεί υποχρεωτικά σε κάποιον Οργανισμό
Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων, όπως είναι ο Οργανισμός ΔΗΩ, και σε ένα αντίστοιχο μητρώο που ελέγχεται και κατατίθεται
κάθε χρόνο στο Υπουργείο,
• και μόνο η κατανάλωση της αποτελεί πράξη προστασίας του περιβάλλοντος.
Και για να κλείσει το θέμα της σύγκρισης μεταξύ βιολογικών και συμβατικών, ας μην ξεχνάμε ότι τα συμβατικά προϊόντα δεν περνούν από
κανέναν έλεγχο. Οι καταναλωτές επαφίενται λοιπόν στην καλή προαίρεση
των αγροτών. Αντίθετα, τα βιολογικά περνούν από ελέγχους σε διάφορα
στάδια της παραγωγής και στην περίπτωση των τυποποιημένων από
ακόμα περισσότερους.
Οι παραγωγοί, οι μεταποιητές, οι διακινητές, οι έμποροι και οι καταστηματάρχες, όλοι ελέγχονται σε διάφορα στάδια και σε διαφορετικές περιόδους.
Έτσι εξασφαλίζεται ότι όχι μόνο δεν είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο και
το περιβάλλον, πράγμα που δεν διασφαλίζεται με τα συμβατικά, αλλά και
ότι, επιπλέον, κάνουν καλό στον άνθρωπο και στη γη.
Και μια τελευταία σκέψη: Η βιολογική γεωργία δεν αφορά απλώς το φαγητό
που βάζουμε στο τραπέζι μας σαν τελικό προϊόν. Η πραγματική βιολογική
γεωργία αφορά τη φροντίδα της γης και του εδάφους, της πανίδας και
της βιοποικιλότητας, της αειφόρου ανάπτυξης και των τοπικών κοινωνιών.
Όλα αυτά έχουν πολύ μεγάλη αξία και είναι δύσκολο να τους αποδοθεί
συγκεκριμένη τιμή που να αντανακλάται στο καλάθι του καταναλωτή.