Εξαφανίζονται ποικιλίες φυτών, Παραδοσιακοί σπόροι αντικαθίστανται σε όλο τον κόσμο από νέους που δημιουργούν οι εταιρείες

της Τανιας Γεωργιοπουλου


Χιλιάδες είδη του φυτικού και του ζωικού βασιλείου χάνονται κάθε χρόνο και μαζί τους εξαφανίζονται για πάντα εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες.
Πρώτα θύματα της μαζικής εξαφάνισης, οι ποικιλίες φυτών που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ανθρώπων. Η εντατική καλλιέργεια οδήγησε στη «δημιουργία» νέων ποικιλιών από τις εταιρείες, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν και τελικά να εκλείψουν οι παραδοσιακές.
Σήμερα, οι παραδοσιακές ποικιλίες φυλάσσονται και συντηρούνται στις τράπεζες σπόρων και γενετικού υλικού που έχουν δημιουργηθεί σε όλο τον κόσμο. Η ελληνική τράπεζα σπόρων αναμένει χρηματοδότηση προκειμένου να προχωρήσει το έργο της, που πραγματοποιείται σε αντίξοες συνθήκες. Ωστόσο, η εμπορία και διακίνηση πολλών παραδοσιακών ποικιλιών είναι ουσιαστικά παράνομη, εφόσον αυτές δεν είναι εγγεγραμμένες στους εθνικούς καταλόγους οι οποίοι περιέχουν μόνο τις γενετικά βελτιωμένες ποικιλίες που παράγουν οι εταιρείες και τις οποίες χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά οι αγρότες.

Η εντατική καλλιέργεια
Η εντατική καλλιέργεια κάποιων ειδών, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, οδήγησε στην εξάπλωσή τους σε όλο τον πλανήτη αλλά και στη μείωση της ποικιλίας των ειδών που καλλιεργούνται. Ετσι, σήμερα μπορούμε να βρούμε οπουδήποτε το ίδιο κίτρινο, «όμορφο», μεγάλο καλαμπόκι που τρώμε από τους υπαίθριους πωλητές στο Σύνταγμα. Ομως, χιλιάδες άλλες ποικιλίες του ίδιου φυτού, που δεν καλλιεργούνται πια ή που δεν άντεξαν στις αλλαγές του περιβάλλοντος, χάθηκαν ή κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα. Μαζί τους θα χαθούν γενετικές πληροφορίες που όχι μόνο προσφέρουν ποικιλία (καλαμπόκια μικρά ή μεγάλα, άλλα που αντέχουν σε ξηρότερες συνθήκες ή και κάποια διαφορετικού χρώματος), αλλά ενδεχομένως μπορούν να βοηθήσουν στην επιβίωση του είδους σε συνθήκες κρίσιμες, όπως ασθένειες ή καταστροφές. Στην πραγματικότητα, οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες έχουν ανάγκη τους άγριους, ακατέργαστους συγγενείς τους. Αυτοί αποτελούν την πηγή από την οποία οι επιστήμονες αντλούν τα γονίδια για να αναπτύξουν στη συνέχεια τις βελτιωμένες εκδοχές.
Ισως από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του τι μπορεί να φέρει η μονοκαλλιέργεια συγκεκριμένης ποικιλίας, συχνότατα της περισσότερο αποδοτικής, είναι η ασθένεια που έπληξε τον 19ο αιώνα τις καλλιέργειες πατάτας στην Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να πεθάνουν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι και να μεταναστεύσουν άλλοι τόσοι. Η χώρα ήταν εξαρτημένη —για την εξασφάλιση τροφής- από μια ποικιλία πατάτας που όπως αποδείχτηκε δεν είχε καμία αντοχή στην ασθένεια. Ανάλογες απειλές υπάρχουν και σήμερα:
Στην Ουγκάντα την προηγούμενη χρονιά το υπουργείο Γεωργίας προειδοποίησε για ένα βακτήριο που πλήττει τις μπανάνες. Η ασθένεια, που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 2001, έως το 2005 είχε πλήξει τις 33 από τις 56 περιοχές της χώρας που καλλιεργούνται μπανάνες προκαλώντας καταστροφή στο 94% της παραγωγής. Η καταστροφή της παραγωγής δεν σημαίνει μόνο μηδενικό εισόδημα για τους παραγωγούς, αλλά και πραγματική απειλή πείνας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η μπανάνα αποτελεί το πιο σημαντικό καλλιεργούμενο καρπό μετά το ρύζι, το καλαμπόκι, το σιτάρι και την πατάτα. Η κατανάλωση μπανάνας στην Ουγκάντα φτάνει τα 400 κιλά τον χρόνο κατά άτομο και από το συγκεκριμένο φρούτο λαμβάνουν το 25% των ημερήσιων αναγκών τους σε υδατάνθρακες 70 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Αφρική. Καθώς καλλιεργούνται κυρίως συγκεκριμένες ποικιλίες, η μπανάνα έχει γίνει εξαιρετικά ευαίσθητη σε ασθένειες. Τόσο που τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά της έχει μειωθεί κατά 40% στην ανατολική Αφρική.
Στην ανατολική Αφρική εξάλλου μια παλιά ασθένεια που πλήττει τις καλλιέργειες σιταριού έκανε και πάλι την εμφάνισή της στην Ουγκάντα, την Κένυα και την Αιθιοπία.

Τράπεζες σπόρων
Η συντήρηση γενετικού υλικού μπορεί να αποδειχθεί πραγματικά σωτήρια σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς μπορούν να «ανασυρθούν» ποικιλίες που εμφανίζουν ανθεκτικότητα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για καθόλου εύκολη διαδικασία.
«Οι τράπεζες γενετικού υλικού έχουν την ευθύνη να συλλέξουν τον σπόρο και να τον διατηρήσουν. Αυτό σημαίνει είτε να διατηρούν τους σπόρους στην κατάψυξη είτε να τους καλλιεργούν για να ανανεώνονται. Ο καλύτερος τρόπος είναι η ζωντανή διατήρηση, αλλά απαιτεί πολύ περισσότερο προσωπικό και χρήματα που συνήθως δεν υπάρχουν», λέει ο κ. Παναγιώτης Σαϊνατούδης, που έχει ιδρύσει το ΠΕΛΙΤΙ, μη κυβερνητική οργάνωση για τη διατήρηση του γενετικού υλικού. Οπως εξηγεί, για να διακινηθεί νόμιμα μια ποικιλία πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στον εθνικό κατάλογο, διαδικασία χρονοβόρα που απαιτεί πολλά χρήματα, γι’ αυτό και κυρίως πραγματοποιείται μόνο από τις εταιρείες παραγωγής σπόρων που έχουν οικονομικό όφελος.

«Οι παραδοσιακές ποικιλίες δεν υπάρχουν στους εθνικούς καταλόγους» συμπληρώνει ο κ. Ρίκος Θανόπουλος. Τονίζει όμως ότι οι καλλιεργητές μπορούν να χρησιμοποιούν παραδοσιακές ποικιλίες και μάλιστα επιδοτούνται γι’ αυτό μέσα από το πρόγραμμα «Διατήρησης εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση», δηλαδή από εξαφάνιση. Ομως, το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι οι καλλιεργητές δεν βρίσκουν σπόρους από παραδοσιακές ποικιλίες για να καλλιεργήσουν. «Ελπίζουμε ότι μετά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος για τη διατήρηση των ποικιλιών θα υπάρχουν και σπόροι εφόσον οι αγρότες σε περίπτωση που κάνουν και σποροπαραγωγή θα λαμβάνουν μεγαλύτερη επιδότηση» εξηγεί ο κ. Θανόπουλος.